«Γρηγορείτε!». Αυτό είναι το μήνυμα που στέλνει η επιστημονική κοινότητα εν μέσω θέρους, κατά το οποίο καλούμαστε να πάρουμε «βαθιές ανάσες», χωρίς ωστόσο να ξεχάσουμε τον κορωνοϊό. «Πρέπει να αξιοποιήσουμε αυτό το κενό χρόνου για να εμβολιαστούμε, όσοι ακόμα δεν το έχουμε πράξει» επισημαίνει στην «Κ» ο Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, πρόεδρος του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου, λίγο μετά την ανακοίνωση της χαλάρωσης των περιοριστικών μέτρων στη χώρα μας και ταυτόχρονα της ιχνηλάτησης των πρώτων κρουσμάτων της εξαιρετικά απειλητικής μετάλλαξης «Δέλτα». «Αυτή τη στιγμή μόλις το 1/3 των ατόμων άνω των 55 ετών έχει εμβολιαστεί, αυτό το ποσοστό πρέπει να ανεβεί κατακόρυφα, καθώς πρόκειται για την ηλικιακή ομάδα που απειλείται κατ’ εξοχήν από τον νέο κορωνοϊό», διευκρινίζει.
Ενδέχεται, βέβαια, η καλοκαιρινή ραστώνη, οι διακοπές και οι μετακινήσεις να πλήξουν τον ταχύ ρυθμό των εμβολιασμών (100.000 εμβολιασμοί την ημέρα). «Ισως χρειάζεται και το σύστημα να γίνει πιο ευέλικτο, να καταργηθεί για παράδειγμα το πέναλτι που συνεπάγεται μια ακύρωση, για να μη χάνεται ούτε μια μέρα». Η άρνηση ή αντίσταση, ωστόσο, πολλών προς το εμβόλιο απορρέει από τον τρόπο σκέψης τους. «Ακούμε συνεχώς το επιχείρημα “ας εμβολιαστούν οι άλλοι”, ενδεικτικό αντικοινωνικής νοοτροπίας», καταλήγει.
«Είναι σημαντικό να αξιοποιήσει κάποιος το κενό του καλοκαιριού, που προβλέπεται ο ιός να έχει πολύ ηπιότερη μετάδοση, για να εμβολιαστεί και ουσιαστικά να αλλάξει “βάρκα”, προστατεύοντας έτσι τον εαυτό του και συμβάλλοντας στη συλλογική ανοσία», λέει στην «Κ» από το Οντάριο του Καναδά ο δρ Μοριακής Βιολογίας και ερευνητής στο Mount Sinai Hospital, Ιωάννης Πρασσάς. «Απαιτείται μια σχετική οργάνωση, δεδομένου ότι μετά το πέρας ενάμιση μήνα αποκτά ανοσία ο εμβολιασμένος», συμπληρώνει.
Κάνοντας μια προβολή στο άμεσο μέλλον, ο Ελληνας ερευνητής εκτιμά για την εξέλιξη της πανδημίας: «Ο προηγούμενος χειμώνας ήταν εφιαλτικός: δεν ξέραμε αν θα αποδειχθούν αποτελεσματικά και ασφαλή τα νέα εμβόλια και πότε θα είναι διαθέσιμα για μαζικό εμβολιασμό, ενώ ταυτόχρονα έπρεπε να διαχειριστούμε όλη αυτή την αβεβαιότητα με τα συστήματα υγείας, που κατά τόπους απειλούνταν με συνολική κατάρρευση», υπενθυμίζει. «Ολα αυτά τα έχουμε, ευτυχώς, αφήσει εν πολλοίς πίσω μας», σημειώνει ο δρ Πρασσάς με συγκρατημένη αισιοδοξία. «Γνωρίζουμε πλέον ότι οι τεχνολογίες μας λειτουργούν και τα νέα εμβόλια αποδείχθηκαν εξαιρετικά αποτελεσματικά και συνολικά πολύ ασφαλή, ενώ διαθέτουν και τους μηχανισμούς για να παρακολουθούμε τα “κόλπα” του ιού και έτσι, αν χρειαστεί, να μπορέσουμε να προσαρμόσουμε ανάλογα τις άμυνές μας»
Συνεπώς, τα πολύ δύσκολα έχουν περάσει. «Τους επόμενους χειμώνες, ειδικά έναν-δύο ακόμα, θα βιώσουμε και πάλι εποχική έξαρση του ιού – που θα αφορά ως επί το πλείστον τους μη εμβολιασμένους και ορισμένους πολύ ευπαθείς εμβολιασμένους». Αυτές οι εξάρσεις θα ασκήσουν πίεση στα συστήματα υγείας, αλλά ο κίνδυνος συστημικής κατάρρευσης θα είναι πολύ μικρότερος. «Αυτός είναι και ο θρίαμβος των εμβολίων, η μετατροπή ενός συστημικού κινδύνου δημόσιας υγείας σε ένα ελεγχόμενο εποχιακό πρόβλημα, με τις μικρότερες δυνατές απώλειες», υπογραμμίζει.
Οπως συμβαίνει με όλες τις ιογενείς λοιμώξεις, αναμένονται λοιπόν νέα κύματα. «Ακόμα και αν ένα ποσοστό 60%-65% έχει εμβολιαστεί στην Ελλάδα έως τον Σεπτέμβριο, κάτι που αποτελεί ένα αισιόδοξο σενάριο, ο ιός θα εξακολουθεί να κυκλοφορεί, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό πολιτών –αρνητών, παιδιών, φοιτητών κ.ά.– δεν θα έχει εμβολιαστεί», εξηγεί ο δρ Πρασσάς, που ζει και εργάζεται εδώ και δεκαέξι χρόνια στον Καναδά, όπου έχει πλέον περιοριστεί πολύ η εξάπλωση του ιού. Το τελευταίο διάστημα τα κρούσματα πέφτουν, όπως βέβαια και οι ανθρώπινες απώλειες, κάτι που αποδίδεται σε ένα επιτυχημένο αυστηρό lockdown την άνοιξη αλλά και στον μαζικό εμβολιασμό.
«Ο Καναδάς, αν και άργησε να ξεκινήσει τους εμβολιασμούς, πάτησε γκάζι και θέτοντας ως προτεραιότητα τον εμβολιασμό όλων, έστω με την πρώτη δόση, έχει πλέον ξεπεράσει ακόμα και το Ισραήλ και τη Μεγάλη Βρετανία σε εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού του». Τη δεδομένη στιγμή τα ποσοστά εμβολιασμού, ακόμα και στην ηλικιακή ομάδα 18-24, έχουν φτάσει το 86%-87%, ενώ έχει ξεκινήσει και ο εμβολιασμός εφήβων, αγγίζοντας πλέον το 60%-65%. «Το επόμενο δίλημμα που θα απασχολήσει πολλούς είναι αν είναι προτιμότερο το παιδί τους να αποκτήσει ανοσία έπειτα από νόσηση με κορωνοϊό ή μέσω του εμβολιασμού, δεδομένου ότι τα παιδιά σπάνια νοσούν βαριά», σχολιάζει ο ίδιος. «Προσωπικά, ως επιστήμονας και ως πατέρας, επιλέγω τη δεύτερη εκδοχή, ωστόσο κατανοώ πλήρως και όσους γονείς αναμένουν να έχουμε στα χέρια μας περισσότερα ερευνητικά δεδομένα, προτού λάβουν κάποια απόφαση».
«Προσοχή, φροντίδα και μετά την ανάρρωση από κορωνοϊό»
Με όσους νόσησαν από κορωνοϊό, ακόμα και με πολύ ελαφρά συμπτώματα, αλλά δεν έχουν ακόμα κατορθώσει να επανέλθουν στην κανονική ζωή τους θα ασχοληθεί το επόμενο διάστημα η ιατρική κοινότητα. «Πρόκειται για το 2%-5% των ασθενών», διευκρινίζει ο δρ Πρασσάς, που διευθύνει ερευνητικό εργαστήριο από κοινού με τον καθηγητή Ελευθέριο Διαμαντή. «Γνωρίζαμε ανέκαθεν ότι όσοι επιμολυνθούν από ιούς ενδέχεται να αποκτήσουν μακροχρόνια προβλήματα υγείας, ενώ μέχρι πρότινος τους “τσουβαλιάζαμε” όλους ως φέροντες το “σύνδρομο της χρόνιας κόπωσης”», επισημαίνει. «Ο κορωνοϊός έφερε αυτό το φαινόμενο στην επιφάνεια βίαια και με μεγαλύτερη ένταση, καθώς το ποσοστό όσων ταλαιπωρούνται μετά το πέρας των τεσσάρων εβδομάδων από την ανάρρωση, με προβλήματα καρδιολογικά, νευρολογικά ή ψυχιατρικά, είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο όσων είχαν παρενέργειες έπειτα από τον ιό της γρίπης ή κάποιον αδενοϊό», συμπληρώνει.
Συχνά, οι συγκεκριμένοι ασθενείς δεν βρίσκουν επαρκή κατανόηση και συμπαράσταση ούτε καν από τους οικείους τους, οι οποίοι θεωρούν ότι υπερβάλλουν ή ότι οι ενοχλήσεις τους απορρέουν από μετατραυματικό σοκ.
«Μέχρι σήμερα δεν είχαν τύχει ιδιαίτερης προσοχής ούτε από τους επιστήμονες, τώρα όμως οφείλουμε να ασχοληθούμε με ενδιαφέρον και ενσυναίσθηση, να τους εξετάσουμε και να διερευνήσουμε τους μηχανισμούς εκείνους που ευθύνονται για τις εν λόγω παρενέργειες», τονίζει ο δρ Πρασσάς, η ερευνητική δουλειά του οποίου εστιάζει και στο επονομαζόμενο long COVID.
«Εχουν αρχίσει να επενδύονται διεθνώς κονδύλια προς αυτή την κατεύθυνση», προσθέτει ο ίδιος. Ενδεικτικά, το εθνικό σύστημα υγείας της Μ. Βρετανίας δέσμευσε την περασμένη εβδομάδα 100 εκατ. λίρες για να βελτιώσει τη διάγνωση και τη θεραπεία του long COVID, συμπεριλαμβανομένων 30 εκατ. λιρών για τους γιατρούς, ενώ και οι επαγγελματίες του τομέα της υγείας εκτιμούν ότι θα χρειαστούν περισσότερη χρηματοδότηση. Είχε προηγηθεί έρευνα από το Imperial College με δείγμα πάνω από 500.000 ενήλικες, σύμφωνα με την οποία περισσότεροι από δύο εκατομμύρια ενήλικες πρέπει να είχαν τουλάχιστον ένα σύμπτωμα CΟVID-19, που διήρκεσε περισσότερο από 12 εβδομάδες και λίγο κάτω από ένα εκατομμύριο ενήλικες υπέφεραν από τρία ή περισσότερα επίμονα συμπτώματα. Οι γυναίκες είχαν 51% περισσότερες πιθανότητες για long COVID, ενώ κάθε δεκαετία ζωής αυξάνει επίσης τον κίνδυνο κατά 3,5%.
Παρά τη σταδιακή χαλάρωση των μέτρων, ο δρ Πρασσάς προβλέπει ότι η μάσκα θα συνεχίσει να αποτελεί απαραίτητο αξεσουάρ. «Ανεξάρτητα από τις συστάσεις, θα συνεχίσουμε να τη χρησιμοποιούμε εποχιακά και σε εσωτερικούς χώρους, έως ότου νιώσουμε ασφαλείς», σχολιάζει. «Προσωπικά, όταν θα μπαίνω στο μετρό θα φοράω και πάλι τη μάσκα μου· μετά την εμπειρία της πανδημίας κατανόησα γιατί οι Ασιάτες συμπολίτες μου στον Καναδά φορούσαν πάντα μάσκα μέσα στα ΜΜΜ. Hταν το “κατάλοιπο” από την επέλαση των SARS και MERS στις πατρίδες τους».
Στους εξωτερικούς χώρους, ωστόσο, η ψυχολογία θα είναι διαφορετική. «Είχε διαπιστωθεί, ούτως ή άλλως, ότι μόνο μία στις 10.000 μολύνσεις γινόταν σε εξωτερικό χώρο· δεν ισχύει όμως το ίδιο σε χώρους με συνωστισμό όπου όλοι φωνάζουν, λόγου χάριν σε μία συναυλία».
Iωάννα Φωτιάδη (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)