Υπερδιπλάσια αύξηση καταγράφουν την τελευταία δεκαετία οι εξαγωγές ελληνικών τυριών στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθιστώντας τη Γηραιά Αλβιώνα έναν από τους πλέον σημαντικούς προορισμούς για τα προϊόντα των ελληνικών επιχειρήσεων παραγωγής τυροκομικών προϊόντων. Ειδικά σε ό,τι αφορά τη φέτα, το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί τη δεύτερη σημαντικότερη αγορά με μερίδιο 17%, μετά τη Γερμανία, όπου το σχετικό μερίδιο είναι 35%.
Ειδικότερα, σύμφωνα με έρευνα αγοράς για τα τυροκομικά προϊόντα που πραγματοποίησε το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (Γραφείο ΟΕΥ) της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο, την περίοδο 1996-2018 η αξία των ελληνικών εξαγωγών τυριού στο Ηνωμένο Βασίλειο κατέγραψε άνοδο 3.500%, ενώ ο όγκος τους αυξήθηκε κατά 3.350%. Το διάστημα 2008-2018, η αντίστοιχη αξία κατέγραψε άνοδο κατά 162% και ο όγκος τους κατά 143%, ενώ την περίοδο 2013-2018, οι αυξήσεις ήταν 48% και 53% αντιστοίχως.
Η Ελλάδα καταλαμβάνει μεταξύ των προμηθευτών τυριού του Ηνωμένου Βασιλείου την 9η θέση σε όρους αξίας, με τις ελληνικές εξαγωγές τυριών να ανέρχονται σε 51,40 εκατ. ευρώ (κάτι που συνιστά ετήσια οριακή αύξηση 0,4% έναντι του 2017). Σε όρους όγκου η Ελλάδα κατατάσσεται στη 10η θέση, με τις εξαγωγές να ανέρχονται σε περίπου 11.421 τόνους, ποσότητα αυξημένη κατά 4% σε σύγκριση με το 2017.
Η φέτα αποτελεί το πρώτο εξαγωγικό τυρί της Ελλάδας στο Ηνωμένο Βασίλειο με μερίδιο 87% επί του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών τυριού στην εν λόγω χώρα. Το 2018 η αξία των εξαγωγών φέτας διαμορφώθηκε σε 44,65 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 214% σε σύγκριση με δέκα χρόνια πριν. Ο όγκος των εξαγωγών φέτας διαμορφώθηκε το 2018 σε 9.900 τόνους καταγράφοντας αύξηση 219% σε σύγκριση με το 2008.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι λόγοι που οδήγησαν στην αύξηση της δημοτικότητας της φέτας στη βρετανική αγορά είναι μεταξύ άλλων: η προβολή της φέτας ως πηγή ασβεστίου και πρωτεϊνών, στο πλαίσιο της τάσης για υγεία και ευεξία, η αυξανόμενη εξοικείωση του βρετανικού καταναλωτικού κοινού με τις υψηλές θρεπτικές αξίες και τις γεύσεις της μεσογειακής κουζίνας, η προβολή συνταγών με φέτα και η αντίστοιχη εκπαίδευση των καταναλωτών μέσω εκπομπών διάσημων σεφ, το άνοιγμα ελληνικών εστιατορίων που προσφέρουν φέτα στο κυρίως μενού τους, το μειωμένο ενδιαφέρον των Βρετανών για το τυρί τσένταρ και η στροφή τους προς άλλα μαλακά ηπειρωτικά τυριά με ήπια γεύση.
Καταλυτικό ρόλο, βεβαίως, διαδραμάτισε το γεγονός ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις ενίσχυσαν την εξωστρέφειά τους κλείνοντας συμφωνίες με τις αλυσίδες οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων και προχωρώντας ακόμη και στην ίδρυση θυγατρικών εμπορικών εταιρειών. Πλέον, η φέτα βρίσκεται στα ράφια όλων των μεγάλων αλυσίδων λιανικής πώλησης, στο σύνολο του δικτύου τους, είτε ως επώνυμο προϊόν είτε με ετικέτα του εισαγωγέα, είτε ως προϊόν ιδιωτικής ετικέτας.
Την ίδια ώρα, πάντως, τα δεκάδες άλλα ελληνικά τυριά, πολλά εκ των οποίων είναι επίσης προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ), παραμένουν σχεδόν άγνωστα στο ευρύ καταναλωτικό κοινό της Μεγάλης Βρετανίας, καθώς διοχετεύονται μόνο στην ελληνική και κυπριακή κοινότητα, σε κάποια ελληνικά εστιατόρια και ντελικατέσεν.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ