Η κυβέρνηση, υπό το βάρος και των γεγονότων των τελευταίων ημερών σε περιοχές όπως η Λέσβος, έσπευσε να ανακοινώσει ότι προχωρά στην επίταξη των χώρων όπου θα γίνουν οι νέες «ελεγχόμενες κλειστές δομές», που θα λειτουργούν ταυτόχρονα ως Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης και δυνητικά και ως Κέντρα Κράτησης.
Η χωροθέτηση αυτή αποτελούσε εξαρχής έναν κρίσιμο κόμβο στο κυβερνητικό σχέδιο που στηριζόταν στο τρίπτυχο κλειστά κέντρα – ταχύτερες διαδικασίες ασύλου – μαζικές επιστροφές και απελάσεις, ένα σχέδιο που είχε αποτελέσει και κεντρική αιχμή της προεκλογικής εκστρατείας της.
Ωστόσο, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι αυτή η χωροθέτηση θα σηματοδοτήσει και την έξοδο από το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται σήμερα η κυβερνητική πολιτική για το προσφυγικό και το μεταναστευτικό.
Τα νέα κέντρα
Η κυβέρνηση φιλοδοξεί τα νέα κέντρα να μπορούν να λειτουργούν ταυτόχρονα ως κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης και ως δυνητικά κέντρα κράτησης για όσους τα αιτήματα για χορήγηση ασύλου έχουν κριθεί απαράδεκτα.
Βέβαια, παρότι στη ρητορική της κυριαρχούσε η έννοια των «κλειστών» κέντρων, οι σημερινές εξαγγελίες αποτυπώνουν μια κάπως διαφορετική κατάσταση. Τα Κέντρα δεν θα λειτουργούν πλήρως ως χώροι κράτησης, καθώς θα υπάρχει η δυνατότητα εξόδου, απλώς θα γίνεται με κάρτα και θα αφορά συγκεκριμένο χώρο.
Ο λόγος για αυτή τη διαφοροποίηση είναι ότι οι διεθνείς συμβάσεις όπως και οι ευρωπαϊκές οδηγίες για τη διαχείριση του προσφυγικού με σαφήνεια ορίζουν ότι η ιδιότητα του αιτουμένου ανθρωπιστικής προστασίας από μόνη της δεν μπορεί να συνιστά λόγο κράτησης. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι αυτονόητος ο εγκλεισμός σε συνθήκες κράτησης για ανθρώπους που έχουν υποβάλλει το σχετικό αίτημα.
Βέβαια, είναι σαφές ότι στα νέα κέντρα η κυβέρνηση επιδιώξει να εξασφαλίσει ότι δεν θα υπάρχουν οι συχνές διαμαρτυρίες που υπάρχουν σήμερα, συμπεριλαμβανομένων και μαζικών κινητοποιήσεων, καθώς θα επικρέμεται η απειλή της απέλασης εάν δεν θα τηρούνται οι κανόνες «εσωτερικής τάξης» στα νέα κέντρα: «Όσοι παραμένουν στις ελεγχόμενες κλειστές δομές, βάσει εσωτερικού κανονισμού θα δικαιούται ελεγχόμενες εξόδους με κάρτα για ορισμένο χρονικό διάστημα, ενώ οι δομές θα είναι κλειστές τα βράδια. Κάθε παραβίαση κανόνα εσωτερικής τάξης, επηρεάζει αρνητικά το αίτημα για άσυλο και επιταχύνει τη διαδικασία επιστροφής του παραβάτη», ήταν η χαρακτηριστική δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου κ. Πέτσα.
Το σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί η κυβέρνηση χρειάζεται την οικονομική ενίσχυση της ΕΕ για τα συγκεκριμένα έργα και άρα πρέπει να επιδεικνύει συμμόρφωση με τις σχετικές κατευθύνσεις.
Πάντως, η κυβέρνηση ήδη αντιμετωπίζει σοβαρές αντιδράσεις από τοπικούς άρχοντες με δεδομένο ότι είχαν θεωρήσει δεδομένη την κυβερνητική υπόσχεση για πλήρη απομάκρυνση των κέντρων από τα νησιά, θεωρώντας πως ακόμη και εάν αλλάξουν οι τοποθεσίες, το ενδεχόμενο να διαμορφωθούν ξανά συνθήκες τύπου Μόριας είναι ενεργό.
Οι αντιδράσεις αυτές αποτυπώνουν και ένα ορισμένο κλίμα που έχει διαμορφωθεί στα νησιά (σε ένα βαθμό, όπως φάνηκε, και εξαιτίας της δράσης και ακροδεξιών φωνών) που επικεντρώνει σε ένα αίτημα να μην υπάρχουν μαζικά κέντρα υποδοχής, ταυτοποίησης και κράτησης στα νησιά και άρα δεν καλύπτεται από το κλείσιμο των παλιών και την ίδρυση νέων.
Το ερώτημα του υπερπληθυσμού
Παρότι τα νέα κέντρα υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν μια καλύτερη συνθήκη διαβίωσης σε σχέση με την κατάσταση σε κέντρα όπως η Μόρια, αν και υπάρχει το ερώτημα εάν στις νέες απομακρυσμένες τοποθεσίες θα υπάρχει η ίδια πρόσβαση στη νομική και ανθρωπιστική υποστήριξη, εντούτοις πολλά θα κριθούν και από τον αριθμό αυτών που θα διαμένουν.
Υπενθυμίζουμε ότι η δραματική επιδείνωση της συνθήκης διαβίωσης των μεταναστών και των προσφύγων που βρίσκονται στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, σε μεγάλο βαθμό είναι αποτέλεσμα της αύξησης των ορών από το καλοκαίρι και μέχρι το Δεκέμβριο που διαμόρφωσαν μια συνθήκη υπερπληθυσμού, με περίπου 40.000 εγκλωβισμένους στα νησιά, εκ των οποίων οι περίπου 20.000 στη Λέσβο, παρά τις προσπάθειες που έγιναν για μετεγκαταστάσεις προσφύγων στην ενδοχώρα.
Την ίδια ώρα οι συνθήκες υπερπληθυσμού γεννούν και μεγάλες εντάσεις και στους ανθρώπους που φιλοξενούνται στα κέντρα και υφίστανται τις άθλιες συνθήκες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν οι πρόσφατες διαμαρτυρίες των αιτούντων άσυλο που διέμεναν στη Μόρια οι οποίοι αντιδρούσαν στο ότι δεν εξετάζονταν τα δικά τους αιτήματα, παρότι αναμένουν πολύ καιρό, καθώς, όπως υποστήριξαν, η υπηρεσία Ασύλου εξέταζε, με βάση το νέο νόμο για το άσυλο, όσους είχαν έρθει πρόσφατα.
Το ερώτημα των επιστροφών και των απελάσεων
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι έχουν γίνει βήματα ως προς την επιτάχυνση των επιστροφών στην Τουρκία όπως και των απελάσεων. Ως προς αυτό κυρίως επικαλούνται την επιτάχυνση των διαδικασιών απονομής ασύλου και την προσπάθεια για μεγαλύτερο αριθμό επιστροφών, συμπεριλαμβανομένης και της δυνατότητας επιστροφής των ανθρώπων που ανήκαν στις ευάλωτες κατηγορίες. Όμως, αυτό δεν είναι καθόλου δεδομένο, την ώρα που ούτως ή άλλως υπάρχει το πρόβλημα της μεγάλης δυσκολίας να οργανωθούν επιστροφές στη χώρα προέλευσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ως προς τις επιστροφές στην Τουρκία το 2019 πραγματοποιήθηκαν 391 επιστροφές, ενώ από την αρχή της χρονιάς έχουν επιστραφεί 85 άτομα.
Άλλωστε, όπως έχουν παραδεχτεί και κυβερνητικοί παράγοντες τόσο η ελληνική νομοθεσία όσο και οι διεθνείς συμβάσεις με σαφήνεια προσδιορίζουν ότι η εξέταση κάθε αιτήματος ασύλου είναι μια εξατομικευμένη υπόθεση και άρα δεν μπορούν εύκολα να απορρίπτονται συλλήβδην αιτήσεις με βάση π.χ. το ότι οι αιτούμενοι προέρχονται από υποτίθεται «ασφαλείς χώρες».
Τι θα γίνει στην ενδοχώρα
Η χωροθέτηση των νέων κέντρων στα νησιά, που βέβαια δεν σημαίνει ότι θα χτιστούν από τη μια μέρα στην άλλη, δεν αναιρεί το άλλο μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση και το οποίο αφορά τα κέντρα στην ενδοχώρα.
Αυτό πρώτα από όλα το ίδιο το ζήτημα της μετεγκατάστασης. Χωρίς άμεση μεταφορά μεγάλου αριθμού προσφύγων και μεταναστών από τα νησιά στην ενδοχώρα, απλώς θα αλλάξουν τοποθεσία στα νησιά οι σημερινές συνθήκες εξαθλίωσης.
Όμως, η μετεγκατάσταση στην ενδοχώρα, που σημαίνει ότι δεν περιλαμβάνονται οι συγκεκριμένοι άνθρωποι στις προβλέψεις της Κοινής Δήλωσης ΕΕ και Τουρκίας, προϋποθέτει την αντίστοιχη χωροθέτηση και δημιουργία δομών φιλοξενίας και στην ενδοχώρα.
Σημειώνουμε ότι οι αρχικές κυβερνητικές εξαγγελίες επίσης περιλάμβαναν έναν ανάλογο «κλειστό» χαρακτήρα και για τα κέντρα στην ενδοχώρα, στα οποία εκτός των άλλων η κυβέρνηση θα ήθελε να συγκεντρώσει και έναν αριθμό αιτούντων ασύλου, που έχει απορριφθεί η αίτησή τους, αλλά διαμένουν στη χώρα και τους οποίους ελπίζει ότι σταδιακά θα μπορέσει να εντοπίσει.
Ωστόσο, δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι στην πραγματικότητα είναι αδύνατο να οργανωθούν και να πραγματοποιηθούν όλες αυτές οι απελάσεις και οι επιστροφές και άρα η πραγματικότητα είναι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα παραμείνουν στη χώρα. Με αυτό το δεδομένο, θα ήταν προτιμότερο να ανοίξει η συζήτηση για την ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία, παρά για τη διασπορά κλειστών κέντρων σε όλη την Ελλάδα, με υπαρκτό κίνδυνο να αποκτήσουν συνθήκες τύπου Μόριας.
(in.gr)