Μεγαλύτερη ηλικία έχουν οι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα σε σχέση με το προσωπικό του Δημοσίου στην πλειονότητα των κρατών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Σύμφωνα με τα στοιχεία της νέας έκθεσης του οργανισμού για τη δημόσια διοίκηση (δημοσιεύεται κάθε δύο χρόνια), η Ελλάδα κατέχει την τρίτη θέση σε ποσοστό υπαλλήλων άνω των 55 ετών. Συγκεκριμένα, το 37% των υπαλλήλων είναι άνω των 55 ετών στην Ελλάδα ενώ, την ίδια στιγμή, ο μέσος όρος για τις χώρες του ΟΟΣΑ είναι στο 26%.
Το μεγαλύτερο ποσοστό μεσήλικων υπαλλήλων στο Δημόσιο το έχει η Ιταλία, ποσοστό 48% και δεύτερη έρχεται η Ισπανία με ποσοστό 46%. Οπως επισημαίνει η έκθεση, οι χώρες που έχουν δημόσιο προσωπικό μεγαλύτερης ηλικίας είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν προβλήματα στην υλοποίηση των πολιτικών που απαιτούνται. Προτείνει ωστόσο την εφαρμογή προγραμμάτων, ώστε η παλαιά γενιά να μπορέσει να παίξει ρόλο καθοδηγητικό στη νέα γενιά δημοσίων υπαλλήλων και από τη μια να αξιοποιηθεί η εμπειρία, ενώ από την άλλη να μπορέσουν να ενσωματωθούν νέοι και ταλαντούχοι υπάλληλοι με διάθεση για νεωτερισμούς.
Ψηφιακές προκλήσεις
Το δυναμικό του Δημοσίου θα πρέπει να αντεπεξέλθει στην πρόκληση του ψηφιακού μετασχηματισμού από τη μια, αλλά και στις νέες απαιτήσεις των πολιτών στη σχέση τους με το κράτος. O πρόεδρος του Δικτύου των σχολών διακυβέρνησης του ΟΟΣΑ Γκιρτ Μπουκάρτ, καθηγητής του University College London, μιλώντας στην «Κ» είχε αναφέρει χαρακτηριστικά: «Κινούμαστε προς μια διακυβέρνηση η οποία θα πρέπει να είναι έτοιμη να αντιμετωπίζει διαρκείς κρίσεις. Μια σειρά κρίσεων προήλθε από διαφορετικά περιβάλλοντα: Τρομοκρατία, κύματα μεταναστών, καταστροφές εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής όπως φωτιές και έλλειψη νερού, οικονομική κρίση, πανδημία, πόλεμος στην Ουκρανία, και είναι πολλά που έρχονται ακόμη. Κατά συνέπεια τα κράτη, ο δημόσιος τομέας και οι κυβερνήσεις σε κεντρικό και σε τοπικό επίπεδο θα πρέπει να μπορούν να διαχειριστούν με επάρκεια τις κρίσεις αλλά παράλληλα να συνεχίσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους προς τους πολίτες».
Επιπλέον, καθώς και ολόκληρος ο πληθυσμός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και ιδιαίτερα της Ελλάδας, γερνάει οπότε και θα χρειάζεται ολοένα και μεγαλύτερη βοήθεια και υποστήριξη. Οι δημόσιοι λειτουργοί θα πρέπει να αναπτύξουν και την ικανότητα να βοηθούν και να συνδιαλέγονται αποδοτικά με τους πολίτες. Χαρακτηριστικά, ολοένα και περισσότερα αναγκαία έγγραφα μπορούν πλέον να αναζητηθούν ψηφιακά, γεγονός που απαιτεί άλλους χρόνους διεκπεραίωσης. Σύντομα, η γνωστή φράση των υπαλλήλων του Δημοσίου «χρειαζόμαστε ένα ακόμη έγγραφο» δεν θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι καθυστέρησης.Δημόσιοι υπάλληλοι: Άνω των 55 ετών 4 στους 10-1
Πρόβλημα η νοοτροπία
Η εφαρμογή περιοριστικών μέτρων όσον αφορά τις νέες προσλήψεις στο Δημόσιο τη δεκαετία των μνημονίων ασφαλώς και έπαιξε ρόλο: Το προσωπικό του Δημοσίου στην Ελλάδα δεν είχε τη δυνατότητα να ανανεωθεί και να εισέλθει νέο αίμα. Ωστόσο στέλεχος της δημόσιας διοίκησης αναφέρει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι η ηλικία αλλά η νοοτροπία. «Οταν πριν από πολλά χρόνια είπα σε έναν υπάλληλο να του δείξω πώς να βγάζει μηχανογραφημένες αποδείξεις και να σταματήσει να τις γράφει με το χέρι, μου απάντησε: “Τι τα χρειάζομαι εγώ αυτά; Σε 20 χρόνια θα βγω στη σύνταξη”».
Προγράμματα για την ψηφιακή μετάβαση
Νέα προγράμματα που αφορούν την προσαρμογή των δημοσίων υπαλλήλων στη νέα εποχή και στις νέες απαιτήσεις είναι πολύ πιθανό να απαιτηθούν. Ο μέσος δημόσιος υπάλληλος θα χρειαστεί να ανταποκριθεί στην ψηφιακή αναπροσαρμογή, αλλά και στην ανάπτυξη αυξημένων κοινωνικών δεξιοτήτων, τονίζει ο δρ Γαβριήλ Αμίτσης, καθηγητής Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλειας στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των νέων απαιτήσεων είναι τα νέα ψηφιακά δωμάτια του ΕΦΚΑ, τα οποία λειτουργούν σε ψηφιακό περιβάλλον από τη μία, αλλά από την άλλη ο υπάλληλος θα πρέπει να μπορέσει να συνεννοηθεί και να κατευθύνει τον πολίτη. Ο κ. Αμίτσης τονίζει ότι αρκετοί δημόσιοι υπάλληλοι δεν θα χρειαστεί να κάνουν σοβαρές μεταβολές άμεσα, όπως για παράδειγμα οι καθηγητές, οι κληρικοί, οι νοσηλευτές. Εκείνοι όμως που εργάζονται στον σκληρό πυρήνα των δημοσίων υπηρεσιών τα επόμενα χρόνια σταδιακά θα αντιμετωπίσουν μια διαφορετική πραγματικότητα.
Υπολογίζεται ότι περίπου 40.000 υπάλληλοι του Δημοσίου είναι απόφοιτοι της μέσης εκπαίδευσης, δεν έχουν δηλαδή κάποιο εξειδικευμένο πτυχίο, το 60%-70% των οποίων είναι άνω των 55 ετών. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν κουλτούρα εκπαίδευσης, πολύ περισσότερο μετεκπαίδευσης, οπότε και θα είναι πιο δύσκολο να αλλάξουν και να προσαρμοστούν. Η συντήρηση της γραφειοκρατίας, άλλωστε, είναι και ένας τρόπος να μην αλλάζει τίποτα στη δημόσια διοίκηση εδώ και πολλά χρόνια, ώστε να μη χρειαστεί να αλλάξει ο τρόπος εργασίας σε υπηρεσίες. Παραδοσιακά οι δημόσιοι υπάλληλοι συμμετέχουν σε επιμορφωτικά προγράμματα όταν αυτά τους δίνουν περισσότερα μόρια και άρα συνδέονται με την υπηρεσιακή τους ανέλιξη. Τα επιπλέον μόρια λαμβάνονται υπ’ όψιν στην περίπτωση διαδικασιών για τη θέση του προϊσταμένου σε μια υπηρεσία.
Ωστόσο, στελέχη του υπουργείου Εσωτερικών αναφέρουν ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν αναφέρουν πτυχία ή μεταπτυχιακά, τα οποία ενδεχομένως έχουν παρακολουθήσει, εφόσον αυτά δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο εργασίας τους καθώς δεν υπάρχει η κουλτούρα της ανάγκης μόρφωσης στο Δημόσιο.
Αυξάνεται διαρκώς ο αριθμός καταρτιζομένων
«Oι άνθρωποι που άνοιγαν και έκλειναν τις αίθουσες και έπαιρναν παρουσίες όταν γίνονταν τα μαθήματα διά ζώσης στο Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΚΔΔΑ), πριν από τον κορωνοϊό, κάνουν και σήμερα αυτή τη δουλειά στις ψηφιακές αίθουσες. Εκαναν εκπαίδευση και έμαθαν». Με αυτό το παράδειγμα, η πρόεδρος του ΕΚΔΔΑ Εύη Δραμαλιώτη εξηγεί ότι η επιμόρφωση μπορεί να αλλάξει πολλά.
Παραδέχεται ότι η μοριοδότηση αποτελεί σημαντικό κίνητρο για να ενταχθούν σε προγράμματα επιμόρφωσης οι δημόσιοι υπάλληλοι, ωστόσο, τονίζει ότι η πανδημία επηρέασε τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τη δουλειά τους. «Πολλοί κατάλαβαν ότι έμειναν πίσω λόγω της ευρείας χρήσης ψηφιακών μέσων και ζήτησαν να επιμορφωθούν για να μπορέσουν να ανταποκριθούν». Πολλοί υπάλληλοι, οι οποίοι δεν είχαν καν υπολογιστή σπίτι τους, απέκτησαν λόγω της πανδημίας και έμαθαν πολλά, συμπληρώνει. Είναι ενδεικτικό ότι στα προγράμματα κατάρτισης που οργανώνει το ΕΚΔΔΑ οι συμμετέχοντες άνω των 50 ετών αυξήθηκαν κατά πολύ τα έτη 2021 και 2022. Eτσι, ενώ το 2020, 4.917 άτομα άνω των 50 ετών συμμετείχαν στα προγράμματα επιμόρφωσης, το 2021 ο αριθμός των συμμετεχόντων ανέβηκε σε 7.014 και το 2022 επιμορφώθηκαν 7.183 άτομα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων που παρακολούθησαν προγράμματα κατάρτισης τα τρία τελευταία χρόνια ήταν άνω των πενήντα ετών. Συγκεκριμένα, από τους 55.540 δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι επιμορφώθηκαν το διάστημα 2020-2022, οι 19.114 ήταν άνω των 50 ετών, οι 14.732 ήταν 46-50 ετών, οι 12.339 ήταν 41-45 ετών, οι 6.471 ήταν 36-40 ετών και μόνον οι 2.884 ήταν 30-35 ετών.
Στις επιμορφώσεις παραδίδονται μαθήματα ψηφιακών δεξιοτήτων, αλλά τα τελευταία χρόνια γίνονται και σεμινάρια soft skills (κοινωνικές δεξιότητες) σε εργαζομένους, έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια νέα κουλτούρα στο Δημόσιο σε σχέση με τη συνεργασία. Μάλιστα, η κ. Δραμαλιώτη υπογραμμίζει ότι τα τελευταία χρόνια και οι αιρετοί έχουν δείξει ενδιαφέρον για προγράμματα soft skills, καθώς συνειδητοποιούν ότι χρειάζεται να έχουν πιο αποδοτικές σχέσεις με τους υφισταμένους «για να βγαίνει η δουλειά».
Στα ειδικά προγράμματα που κάνει η Microsoft σε συνεργασία με το υπουργείο Εσωτερικών, το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης και το ΕΚΔΔΑ, και αφορούν ψηφιακές δεξιότητες, την προηγούμενη χρονιά από τα 1.666 άτομα που συμμετείχαν οι 483 ήταν άνω των 50 ετών, οι 483 ήταν μεταξύ 46 και 50 ετών, οι 397 ήταν 41-45 ετών, οι 191 ήταν από 36 έως και 40 ετών και μόνο 79 ήταν 30-35 ετών.
Οι αριθμοί
26% είναι ο μέσος όρος των μεσηλίκων που δουλεύουν στο Δημόσιο στις χώρες του ΟΟΣΑ.
37% των δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα ξεπερνούν τα 55 έτη και τη φέρνουν στην τρίτη θέση.
48% του δυναμικού στο ιταλικό δημόσιο είναι μεγαλύτερης ηλικίας, δίνοντας στην Ιταλία την «πρωτιά».
8% οι άνω των 55 ετών υπάλληλοι στην Κορέα, που έχει το νεότερο ανθρώπινο δυναμικό.
Τάνια Γεωργιοπούλου (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)