Δραματικά τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής στον πρωτογενή τομέα, με τους ειδικούς να κρούουν «καμπανάκι» ειδικά για την καλλιέργεια των σιτηρών. Ιδιαίτερα ανησυχητική η διαπίστωση ότι 200.000 στρέμματα χάνονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα, ενώ συρρικνώνεται το εισόδημα και στις καλλιέργειες οπωροκηπευτικών, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών.
Τον προβληματισμό του εκφράζει στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ ο καθηγητής Νίκος Δαναλάτος, διευθυντής του Εργαστηρίου Γεωργίας και κοσμήτορας της Σχολής Γεωπονικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, περιγράφοντας τις αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στον πρωτογενή τομέα.
Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά, εγκαταλείπονται σταδιακά τα χειμερινά, μη αρδευόμενα σιτηρά, διότι μειώνεται πάρα πολύ η απόδοση, με πολύ μεγαλύτερο ρυθμό, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κέρδος για τον παραγωγό. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος και την αποφυγή της ερημοποίησης, ο κ. Δαναλάτος συστήνει την αλλαγή καλλιέργειας και τη στροφή σε ψυχανθή, ενεργειακές και πολυετείς καλλιέργειες, που αυξάνουν τη γονιμότητα του εδάφους. Για να επιτευχθεί, ωστόσο, ο στόχος και να «υιοθετηθούν» οι νέες καλλιέργειες, απαιτείται κρατική ενίσχυση, για να βοηθηθούν οι παραγωγοί, όπως τονίζει ο ίδιος.
Αλλαγή δεδομένων σημειώνεται, στο μεταξύ, και στις καλλιέργειες οπωροκηπευτικών, που παρατηρείται γενική μείωση των αποδόσεων, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών. «Η αύξηση της θερμοκρασίας μειώνει την παραγωγικότητα, γιατί αυξάνει την εξάτμιση του νερού. Στα οπωροκηπευτικά υπάρχει μείωση του εισοδήματος λόγω υψηλών θερμοκρασιών, αλλά όχι σε βαθμό εγκατάλειψης» διευκρινίζει ο κοσμήτορας της Σχολής Γεωπονικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
«Εύθραυστη» η γεωργία στη Θεσσαλία
Αναπτύσσοντας τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην «εύθραυστη» γεωργία στη Θεσσαλία, οι κ. Δαναλάτος υπενθυμίζει ότι η γεωργία μαζί με τον τουρισμό και τη ναυτιλία αποτελούν τους κύριους πυλώνες παραγωγής αγαθών και ανάπτυξης της χώρας.
Παρά την παρατηρούμενη συρρίκνωσή του, ως προς τη συμμέτοχή του στο ΑΕΠ, ο πρωτογενής τομέας εξακολουθεί να αποτελεί βασικό τομέα της ελληνικής οικονομίας, έχοντας ιδιαίτερο κοινωνικό και περιβαλλοντικό ρόλο. «Παρά ταύτα, η φυτική και κυρίως η ζωική παραγωγή δεν έτυχαν της απαιτούμενης αναπτυξιακής πολιτικής, έτσι ώστε η μετά από τρεις δεκαετίες φθίνουσας πορείας, η ελληνική γεωργία να περιέλθει στο σημερινό οριακό σημείο επιβίωσής της, με τη χώρα να έχει χάσει την αυτάρκεια τροφής και να εισάγει μεγάλο ποσοστό τροφίμων από το εξωτερικό» τονίζει.
Τα σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής γεωργίας, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι «η προχειρότητα και η έλλειψη μακρόπνοου σχεδίου εθνικής αγροτικής πολιτικής, η αναστροφή της ηλικιακής πυραμίδας των γεωργών, ο πολυκερματισμός και το μικρό μέγεθος των εκμεταλλεύσεων με χαμηλή ανταγωνιστικότητα (αυξημένες δαπάνες παραγωγής και μικρή προστιθέμενη αξία παραγόμενου προϊόντος) και το τεράστιο έλλειμμα της ζωικής παραγωγής ιδίως στο βόειο κρέας και τα γαλακτοκομικά προϊόντα, με συνέπεια τη μετατροπή του αγροδιατροφικού τομέα της χώρας από κλάδο αυτάρκειας σε κλάδο ελλειμματικό και εξαρτημένο».
Τα προβλήματα επιδεινώνονται λόγω της μεγάλης εξάρτισης της αγροτικής παραγωγής από το κλίμα, μιας συνάρτησης που λαμβάνει ιδιαίτερα αρνητικό πρόσημο λόγω της αύξησης της κλιματικής μεταβλητότητας και της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής, οδηγώντας σε αύξηση των ακραίων κλιματικών φαινομένων.
«Η διαχρονικά παρατηρούμενη συνδυασμένη αύξηση της θερμοκρασίας και μείωση των βροχών στην Ελλάδα και ειδικότερα στη Θεσσαλία, όπου ήδη υπάρχει έλλειψη νερού, αναμένεται να έχει προφανείς αρνητικές επιπτώσεις στις χρήσεις γης και στην οικονομία» επισημαίνει.
Δραματικές επιπτώσεις
Οι εκτιμώμενες βασικές κλιματικές τάσεις για την περιοχή, είναι η συνεχής αύξηση της θερμοκρασίας, η παρατεταμένη ξηρότητα του κλίματος με μείωση της βροχής της τάξης του 20%, οι ξηρασίες, οι καύσωνες και οι δασικές πυρκαγιές, όπως και η ενίσχυση των ακραίων καιρικών φαινομένων, με ραγδαίες βροχοπτώσεις – καταιγίδες, που συνοδεύονται από πλημμυρικά φαινόμενα.
«Επίσης με τη μηχανική άροση και τις λοιπές κατεργασίες, εκτίθεται η οργανική ουσία του εδάφους στον αέρα, με αποτέλεσμα την οξείδωσή της και τις απώλειες σε οργανικό άνθρακα και άζωτο» σημειώνει ο καθηγητής Δαναλάτος.
Σύμφωνα με δεδομένα του Τμήματος Γεωπονίας Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, οι απώλειες φθάνουν τα τρομακτικά ποσά του 1%-2% ετησίως, που σημαίνει υποδιπλασιασμό της εδαφικής γονιμότητας τα επόμενα 30 έτη.
Ως αποτέλεσμα της ξηρασίας και της συνεχιζόμενης υποβάθμισης της γονιμότητας των εδαφών ιδιαίτερα στις επικλινείς εκτάσεις που υφίστανται την επίδραση της διάβρωσης και της ερημοποίησης, τεράστιες εκτάσεις που καλύπτονται κυρίως από χειμερινό σιτηρά κυρίως σκληρό σιτάρι, μαλακό σιτάρι και κριθάρι, εγκαταλείπονται με ρυθμούς που φθάνουν τα 200.000 στρέμματα ανά έτος.
Αλλά και στις πεδινές εκτάσεις, τόσο οι μονοκαλλιέργειες χειμερινών σιτηρών, αλλά κυρίως οι εντατικές αρδευόμενες μονοκαλλιέργειες όπως καλαμπόκι, βαμβάκι, ηλίανθος, κ.λπ. «αφαιρούν από το έδαφος θρεπτικά συστατικά, σε βαθμό που δεν μπορούν να αντικατασταθούν ούτε και με τις εφαρμοζόμενες λιπάνσεις και έτσι προκαλούν σημαντική υποβάθμιση της εδαφικής γονιμότητας» αναφέρει ο διακεκριμένος επιστήμονας.
Τι δείχνουν οι αριθμοί
Τα παραπάνω προβλήματα είναι ήδη εμφανή στον θεσσαλικό κάμπο, την μεγαλύτερη συνεχόμενη πεδιάδα και κέντρο της γεωργικής παραγωγής της χώρας.
Σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα που παραθέτει ο κ. Δαναλάτος, στη Θεσσαλία καλλιεργούνται περί τα 4,5 εκατομμύρια στρέμματα, από τα οποία το 78% ή 3,5 εκατομμύρια στρέμματα καλύπτονται από αροτραίες μονοκαλλιέργειες και μόνο το 13% καλύπτεται από δενδρώδεις καλλιέργειες 607.000 στρέμματα.
Πολύ μικρότερες εκτάσεις της τάξης των 54,000 στρεμμάτων, σε ποσοστά 1,2%, και 76.000 στρέμματα, σε ποσοστό 1,7%, καλύπτονται από αμπέλια και κηπευτικές καλλιέργειες, αντίστοιχα, ενώ 254.000 στρέμματα, που αντιπροσωπεύουν το 6%, βρίσκονται σε αγρανάπαυση 1-5 ετών.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα οι αροτραίες καλλιέργειες του Θεσσαλικού πεδίου είναι μεγάλα, λόγω της μειούμενης εδαφικής γονιμότητας και των αυξημένων αναγκών λίπανσης και άρδευσης, ιδίως στην ξηρότερη ανατολική πεδιάδα της Λάρισας και του Αλμυρού, και την εκτόξευση του κόστους ενέργειας και αγροχημικών και επομένως του συνολικού κόστους παραγωγής, ενώ οι τιμές πώλησης των προϊόντων παραμένουν χαμηλές.
Αναπόφευκτο αποτέλεσμα αποτελεί η μείωση της προστιθέμενης αξίας και της ανταγωνιστικότητας των καλλιεργειών. «Λόγω αυτής, ακριβώς, της χαμηλής ανταγωνιστικότητας της Θεσσαλικής και γενικότερα της Ελληνικής γεωργίας, ο πρωτογενής τομέας παραμένει ευπαθής σε πιέσεις, όπως αυτές που δημιουργεί η Αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και η απελευθέρωση του εμπορίου των προϊόντων» τονίζει ο καθηγητής Γεωπονίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Απαιτούνται άμεσα μέτρα
Το ερώτημα που εύλογα προκύπτει, είναι τι πρέπει να γίνει και ποιες εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν. «Είναι προφανές ότι θα πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα αναστροφής των αρνητικών αυτών προοπτικών για τις Θεσσαλικές καλλιέργειες. Μια πιο επικαιροποιημένη επιλογή πολιτικών, πρακτικών και τεχνολογιών αναμένεται να περιορίσει μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα την ευπάθεια και τρωτότητα της γεωργίας στην κλιματική αλλαγή αλλά και την μονοκαλλιέργεια υψηλών εισροών, ειδικότερα σε ημίξηρες περιοχές, όπως το Θεσσαλικό πεδίο που πρέπει να παραμένει το κέντρο της Ελληνικής γεωργικής παραγωγής» απαντά ο κ. Δαναλάτος.
Σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμά ότι πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα για την ανάδειξη του θέματος της ευάλωτης και ευπαθούς γεωργίας της Θεσσαλίας και δη της Λάρισας και της Μαγνησίας σήμερα, και να κατασκευαστεί ένας οδικός χάρτης για την άμεση αντιμετώπιση της δυσμενούς επίδρασης της κλιματικής αλλαγής στις καλλιέργειες.
Προτεινόμενες λύσεις
Σημαντικοί άξονες προς το σκοπό αυτό αποτελούν: Η άμεση καταγραφή των χαρακτηριστικών και των συνιστωσών που συνθέτουν την παρούσα κατάσταση της ευάλωτης γεωργίας της Θεσσαλίας και κυρίως της πεδιάδας της Λάρισας και του Αλμυρού.
Η διερεύνηση των βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων πολιτικών και πρακτικών, που αναμένεται να οδηγήσουν σε ενδεχόμενη αναδιάρθρωση της ΚΑΠ με στόχο την αναπτυξιακή αναβάθμιση της ευάλωτης γεωργίας της Θεσσαλίας.
Ο καθορισμός και η παρουσίαση ενός πλαισίου εφαρμοσμένων τεχνολογικών-επιστημονικών μέτρων και συστημάτων, που αναμένεται να συμβάλουν στην παραπάνω αναβάθμιση.
Η ενίσχυση της συνέργειας των αγροτών μεταξύ τους, καθώς και μεταξύ αγροτών και των φορέων σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.
Η συνολική αναβάθμιση και αναδόμηση του ρόλου της Θεσσαλίας στο πλαίσιο ενός νέου παραγωγικού μοντέλου για τη γεωργία της χώρας.
Στο πλαίσιο των ανωτέρω, «θα πρέπει να διερευνηθεί η εισαγωγή μιας σειράς νέων εναλλακτικών καλλιεργειών και τρόπων διαχείρισης» τονίζει ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και μέλος της Επιτροπής ερημοποίησης.
Αναλύοντας τον όρο «τρόποι διαχείρισης», επικεντρώνεται στο ζήτημα της αποδοτικότερης χρήσης αρδευτικού νερού σε σχέση με τη υφιστάμενη κλιματική μεταβλητότητα και αλλαγή, τη διαχείριση νερού και εδαφών, την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών κινδύνων στη γεωργία, τη χρήση νέων ψηφιακών εφαρμογών στη γεωργία, την φυτοπροστασία των παραδοσιακών και των νέων εναλλακτικών καλλιεργειών και την εκτίμηση της απόδοσης και ποιότητας των προϊόντων, « για να γίνει εφικτή μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση των διαφορετικών σεναρίων χρήσης γης».
Γλυκερία Υδραίου (Ταχυδρόμος)