Δύσκολο φθινόπωρο με την COVID-19 φέρνει το στέλεχος «Δέλτα» που έχει επικρατήσει πλέον και στη χώρα μας, βάζοντας νέα δεδομένα στη μάχη έναντι του κορωνοϊού. Εκτός από την πολύ υψηλή μεταδοτικότητα του στελέχους αυτού, πλέον υπάρχουν ενδείξεις ότι προκαλεί σοβαρότερη νόσο. Οι ειδικοί βλέπουν πολύ λιγότερους ασυμπτωματικούς ασθενείς και τα συμπτώματα είναι πιο έντονα, ενώ οι ανεμβολίαστοι αυτού του τέταρτου κύματος κινδυνεύουν περισσότερο να νοσήσουν σοβαρά και να νοσηλευτούν σε σχέση με τους ανεμβολίαστους των προηγούμενων επιδημικών κυμάτων. Τα παιδιά έχουν επίσης μεγαλύτερο ρόλο στη μετάδοση του ιού σε αυτή τη φάση της πανδημίας, ενώ ακόμα και η συμπτωματολογία της νόσου έχει διαφοροποιηθεί.
Η επιστροφή στην «πληθυσμιακή κανονικότητα» στα μεγάλα αστικά κέντρα, η επανένωση των οικογενειών μετά τις διακοπές και η σταδιακή μετατόπιση των δραστηριοτήτων σε κλειστούς χώρους το φθινόπωρο δημιουργούν έναν πολύ επικίνδυνο συνδυασμό με το περισσότερο μεταδοτικό στέλεχος «Δέλτα», με τις υγειονομικές αρχές να περιμένουν περαιτέρω αύξηση των κρουσμάτων και επομένως εντονότερη πίεση στο ΕΣΥ προς το τέλος Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου. Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι «η ιστορία των μεταλλάξεων ουσιαστικά τώρα ξεκινάει» και ότι θα δούμε πολλές ακόμη νέες παραλλαγές που στην πλειονότητά τους θα συντελούν στη διαφυγή του ιού από την υπάρχουσα ανοσολογική απόκριση. Τονίζουν, ωστόσο, ότι υπάρχουν λόγοι να μην πανικοβαλλόμαστε και να διατηρούμε την αισιοδοξία μας.
Αυτή τη στιγμή, η μετάλλαξη «Δέλτα» φαίνεται να επικρατεί σε ποσοστό που αγγίζει το 85% των νέων κρουσμάτων τα οποία αναλύονται από το Εθνικό Δίκτυο Γονιδιωματικής Επιτήρησης του SARS-CoV-2, όταν στα μέσα Ιουνίου το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μικρότερο από 5%. Oπως αναφέρει στην «Κ» ο καθηγητής Μικροβιολογίας, διευθυντής του Εργαστηρίου Μικροβιολογίας του ΕΚΠΑ και αντιπρύτανης Αθανάσιος Τσακρής, οι βασικές διαφορές του στελέχους «Δέλτα» από τα προηγούμενα στελέχη του SARS-CoV-2 είναι κυρίως η υψηλή μεταδοτικότητά του αλλά και η ικανότητά του να διαφεύγει σε κάποιο βαθμό από την ανοσιακή απόκριση. «Επιπλέον, συγκριτικές μελέτες με άτομα, με κοινά ηλικιακά και άλλα χαρακτηριστικά, όπως υποκείμενα νοσήματα, τα οποία δεν είχαν εμβολιαστεί και νόσησαν σε προηγούμενα κύματα της πανδημίας και στο τωρινό, καταδεικνύουν ότι σε αυτό το κύμα, που χαρακτηρίζεται από την επικράτηση του στελέχους «Δέλτα», είναι πιο σοβαρές οι λοιμώξεις και πιο μεγάλη η ανάγκη για νοσηλεία καθώς και για μηχανική υποστήριξη της αναπνοής. Με λίγα λόγια, ένας ανεμβολίαστος κινδυνεύει σήμερα πιο πολύ από όσο θα κινδύνευε έξι μήνες ή ένα χρόνο νωρίτερα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να βλέπουμε περισσότερες σοβαρές λοιμώξεις και σε νεότερους ενήλικες», σημειώνει ο κ. Τσακρής.
«Μια άλλη διάσταση του τέταρτου κύματος είναι ο σημαντικός περιορισμός των ασυμπτωματικών κρουσμάτων. Πλέον ο αριθμός τους φθίνει, παρά τη μεγάλη έκταση των αντιγονικών και μοριακών τεστ ανίχνευσης του ιού που διενεργούνται καθημερινά στη χώρα μας. Αυτό αποδίδεται στο γεγονός ότι το συγκεκριμένο στέλεχος συνδέεται με λοιμώξεις που χαρακτηρίζονται από πολύ υψηλό ιικό φορτίο, με συνέπεια αφενός ο χρόνος επώασης να είναι μικρότερος και αφετέρου η COVID-19 να μην έχει το περιθώριο να παραμείνει ασυμπτωματική. Το μεγάλο ιικό φορτίο που προκαλείται από τη μόλυνση με το στέλεχος “Δέλτα”, σε συνδυασμό με τη μερική ικανότητά του για ανοσιακή διαφυγή, είναι ο λόγος που σε αρκετές περιπτώσεις ακόμα και για εμβολιασμένους είναι δύσκολη η αποτροπή της λοίμωξης και η μη εμφάνιση συμπτωμάτων», εξηγεί ο καθηγητής Μικροβιολογίας.
Ενα άλλο ερώτημα, που απασχολεί πολλές οικογένειες, είναι το «μερίδιο» των παιδιών στη μετάδοση του ιού. «Το είδαμε να συμβαίνει με τη βρετανική μετάλλαξη, το βλέπουμε να συμβαίνει πιο έντονα τώρα: και τα παιδιά, και οι έφηβοι μεταδίδουν πλέον τον ιό πολύ πιο “αποτελεσματικά” σε σύγκριση με ό,τι συνέβαινε στα αρχικά στάδια της πανδημίας», προσθέτει ο κ. Τσακρής.
Διαφοροποιήσεις υπάρχουν και στα συμπτώματα της λοίμωξης, τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις μοιάζουν περισσότερο με εκείνα του κοινού κρυολογήματος, περιλαμβάνοντας κυρίως πυρετό, πονοκέφαλο, επίμονο βήχα, πονόλαιμο και ρινική καταρροή και πολύ λιγότερο αγευσία και ανοσμία – που συγκαταλέγονταν μέχρι πρόσφατα στη συνήθη συμπτωματολογία της COVID-19.
Ο εμβολιασμός παραμένει το πιο σημαντικό όπλο μας έναντι και του στελέχους «Δέλτα». Τα υπάρχοντα εμβόλια, αν και είναι λιγότερο αποτελεσματικά στην πρόληψη λοίμωξης από το νέο στέλεχος (ποσοστό αποτελεσματικότητας 60% έως 88% ανάλογα με τη μελέτη), παραμένουν πολύ δραστικά σε ό,τι αφορά τη σοβαρή νόσο και τον θάνατο (προστατεύουν σε ποσοστό άνω του 90%).
«Είμαστε στην αρχή»
Το ερώτημα είναι πώς θα εξελιχθεί η πανδημία από εδώ και πέρα. «Ο ιός πιθανότατα έχει περάσει από διάφορους ξενιστές, έως ότου φτάσει σε εμάς. Στον άνθρωπο, δηλαδή, είναι σχετικά πρόσφατη η “εγκατάστασή” του. Οι ιοί χρειάζονται αρκετά χρόνια για να προσαρμοστούν πλήρως –μέσω μεταλλάξεων και ανασυνδυασμών του γενετικού τους υλικού– σε έναν νέο ξενιστή. Αρα, είμαστε ακόμα στην αρχή της ιστορίας των μεταλλάξεων του SARS-CoV-2», λέει ο κ. Τσακρής.
«Αυτές που έχουν συντελεστεί έως τώρα αφορούν κυρίως την πρωτεΐνη ακίδα με την οπoία ο ιός προσδένεται στο ανθρώπινο κύτταρο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ε484Κ, που παίζει καθοριστικό ρόλο στην παραπάνω διαδικασία και έχει εντοπιστεί σε διάφορες παραλλαγές και γεωγραφικές περιοχές. Δεν αποκλείεται να υπάρξουν στο μέλλον και άλλες σημαντικές μεταλλάξεις, σε διαφορετικές γενετικές περιοχές του ιού, όπως αυτές που σχετίζονται με την αναπαραγωγή των ιικών σωματιδίων μέσα στα κύτταρα του ατόμου που μολύνεται.
Η εκτίμησή μου είναι ότι καθώς θα “χτίζουμε” ανοσιακό τείχος (με φυσική νόσηση ή εμβολιασμό), οι μεταλλάξεις που θα δούμε να επικρατούν στο μέλλον θα συνδέονται κατά κύριο λόγο με τη δυνατότητα του SARS-CoV-2 να διαφεύγει από την ανοσιακή μας απόκριση και όχι τόσο με τη μεταδοτικότητά του. Eπίσης, στο εργαστήριο παρατηρούμε όχι και τόσο σπάνια πλέον μολύνσεις από δύο διαφορετικά στελέχη του SARS-CoV-2 ή στελέχους SARS-CoV-2 μαζί με κάποιον άλλον από τους εποχικούς κορωνοϊούς. Αυτό το φαινόμενο θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια προσφιλή διαδικασία για τους κορωνοϊούς, την ανταλλαγή του γενετικού τους υλικού, αυτό που αποκαλούμε ανασυνδυασμό – και στην περαιτέρω εξέλιξη του SARS-CoV-2, προσδίδοντάς του καινούργιες ιδιότητες».
Για το πώς θα αντιμετωπίσουμε το φετινό φθινόπωρο και τον χειμώνα την COVID-19, ο καθηγητής σημειώνει: «Γενικό lockdown είναι δύσκολο να επαναληφθεί, από τη στιγμή που υπάρχουν τα εμβόλια, τα οποία μας προστατεύουν σε μεγάλο βαθμό από τη σοβαρή νόσηση και τον θάνατο. Οταν έχουμε να κάνουμε με RNA ιούς όπως οι κορωνοϊοί, που απαντώνται σε πολλούς διαφορετικούς ξενιστές και διαχρονικά έχουν αναπτύξει μηχανισμούς προσαρμογής σε αυτούς, οι μεταλλάξεις βέβαια θα συνεχίσουν να μας ταλαιπωρούν. Εχουμε όμως πλέον στη διάθεσή μας τα αναγκαία εργαλεία, ώστε να ελαχιστοποιούμε τις αρνητικές επιπτώσεις τους και συγκεκριμένα τεχνολογίες που επιτρέπουν στα εμβόλια, όπως και στα θεραπευτικά αντισώματα, να αναπροσαρμόζονται και να τις αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά».
Το άνοιγμα των σχολείων και τα lockdowns σε τάξεις
Eνα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί και για να γίνει αυτό θα απαιτηθεί η συνεργασία εκπαιδευτικών, γονέων, ειδικών επιστημόνων και πολιτείας είναι το άνοιγμα των σχολείων στις 13 Σεπτεμβρίου, εν μέσω του τέταρτου πανδημικού κύματος της COVID-19. Η πολιτεία και οι ειδικοί επιστήμονες οφείλουν να θέσουν τους κανόνες για την όσο γίνεται πιο ασφαλή διά ζώσης εκπαίδευση, οι εκπαιδευτικοί να θωρακιστούν μέσω των εμβολίων και οι γονείς να λάβουν την απόφαση και να κλείσουν ραντεβού για τον εμβολιασμό του παιδιού τους. Οι αποφάσεις για το υγειονομικό πρωτόκολλο που θα ισχύει στα σχολεία αναμένονται το επόμενο διάστημα. Η υποχρεωτική χρήση μάσκας, τα διαφορετικά διαλείμματα, οι κανόνες υγιεινής που προβλέπονταν και πέρυσι δεν αναμένεται να αλλάξουν. Αντίθετα αυτό που θα εξεταστεί είναι το εάν και πότε θα αναστέλλεται η λειτουργία μιας σχολικής τάξης σε περίπτωση εντοπισμού κρουσμάτων. Και εφέτος η σχολική χρονιά θα κυλήσει με πολλά τεστ ανίχνευσης του κορωνοϊού που ειδικά για τους ανεμβολίαστους εκπαιδευτικούς θα είναι υποχρεωτικά εργαστηριακά (μοριακά ή rapid test) και θα γίνονται δύο φορές την εβδομάδα και με δική τους ευθύνη.
Τα δεδομένα που έρχονται από τις ΗΠΑ δεν αφήνουν περιθώριο εφησυχασμού. Στις ΗΠΑ το σταδιακό άνοιγμα των σχολείων και η υψηλή μεταδοτικότητα του στελέχους «Δέλτα» έχει αυξήσει κατακόρυφα τον αριθμό των κρουσμάτων COVID-19 στα παιδιά. Και σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιάτρων, μέσα σε μία εβδομάδα τα κρούσματα στα παιδιά έφτασαν τις 72.000, από 39.000.
Η καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας του ΕΚΠΑ, μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων και της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, Μαρία Τσολιά, επισημαίνει στην «Κ» ότι «το στέλεχος Δέλτα έχει αυξημένη μεταδοτικότητα τόσο στους ενηλίκους όσο και στα παιδιά τα οποία είναι ένας ανεμβολίαστος πληθυσμός. Παρατηρήθηκε ότι ειδικά τα παιδιά ηλικίας 12 έως 17 διαδραματίζουν ρόλο στη μετάδοση του ιού, και εξετάζοντας πρώιμα επιδημιολογικά δεδομένα η επιτροπή έλαβε την απόφαση για τον εμβολιασμό τους. Αυτή η απόφαση αποδεικνύεται σωστή, αφού σπεύδουν και άλλες χώρες της Ευρώπης να ακολουθήσουν την ίδια τακτική». Προς το παρόν τα εμβόλια δεν έχουν λάβει έγκριση για τη χορήγησή τους σε παιδιά κάτω των 12 ετών. «Οι ΗΠΑ είναι έτοιμες να ξεκινήσουν τον εμβολιασμό και μικρότερων παιδιών, εφόσον ολοκληρωθούν οι σχετικές μελέτες ασφάλειάς τους που είναι σε εξέλιξη και ληφθούν οι σχετικές εγκρίσεις από τις ρυθμιστικές αρχές, κάτι που είναι θέμα μερικών εβδομάδων να συμβεί», αναφέρει η καθηγήτρια.
Επίσημα στοιχεία από το CDC (Centers of Disease Control and Prevention) των ΗΠΑ αναφέρουν ότι σε αυτό το κύμα καταγράφονται πολλές νοσηλείες παιδιών με COVID-19 και ότι πιέζονται οι παιδιατρικές κλινικές. «Θα πρέπει να εξεταστεί εάν αυτό οφείλεται σε αυξημένη λοιμογόνο δράση του ιού ή στο ότι μολύνονται πολύ περισσότερα παιδιά και είναι αναμενόμενο κάποια να χρειαστούν νοσηλεία. Πάντως, στη χώρα μας δεν έχουμε δει κύμα εισαγωγών για νοσηλεία παιδιών που έχουν προσβληθεί από τη νόσο. Αλλά δεν ξέρουμε τι θα γίνει από εδώ και πέρα με το άνοιγμα των σχολείων. Οπότε το σωστό είναι να εμβολιαστούν τα παιδιά. Αυξάνονται συνεχώς τα δεδομένα που δείχνουν ότι το εμβόλιο είναι ασφαλές και ακόμα και τα ελάχιστα περιστατικά μυοκαρδίτιδας που έχουν καταγραφεί διεθνώς, είναι αυτοπεριοριζόμενα και ήπια, τη στιγμή που ο κίνδυνος εμφάνισης μυοκαρδίτιδας από την ίδια τη νόσο είναι πολύ μεγαλύτερος».
Αξίζει να σημειωθεί ότι στις ΗΠΑ όπου τα εμβολιασμένα παιδιά άνω των 12 ετών ξεπερνούν τα 10.000.000 η ανεπιθύμητη ενέργεια της μυοκαρδίτιδας – περικαρδίτιδας αφορά 12,6 περιπτώσεις ανά εκατομμύριο εμβολιασμούς.
«Επομένως ο εμβολιασμός συστήνεται για την προστασία των ίδιων των παιδιών για να μη νοσήσουν και να μην κινδυνέψουν. Αλλά υπάρχουν και επιδημιολογικοί λόγοι. Οι έφηβοι νοσούν και μεταδίδουν τη νόσο στις οικογένειές τους. Βέβαια εκτός από τον εμβολιασμό των παιδιών, εξαιρετική σημασία έχει να εμβολιαστούν οι ενήλικες ανεμβολίαστοι», υπογραμμίζει η κ. Τσολιά. Οπως τονίζει η καθηγήτρια, «με δεδομένο μάλιστα ότι ακόμα δεν μπορούν να εμβολιαστούν παιδιά κάτω των 12 ετών είναι απαραίτητο και οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί να κάνουν το εμβόλιο. Και φυσικά θα απαιτηθούν και μέτρα για τη λειτουργία των σχολείων όπως μάσκες, αποστάσεις, απολυμάνσεις κ.ά.». Στην ερώτηση για το κατά πόσον οι γονείς ενδιαφέρονται να εμβολιάζουν τα παιδιά τους, η καθηγήτρια απαντά, «λαμβάνουμε πολλά τηλεφωνήματα από γονείς που ρωτάνε για το εμβόλιο. Υπάρχει ενδιαφέρον, αλλά υπάρχει και δισταγμός. Πρέπει οι παιδίατροι να ενισχύσουν αυτή την προσπάθεια. Οι παιδίατροι έχουν την κουλτούρα του εμβολιασμού και με την κατάλληλη ενημέρωση θα τον υποστηρίξουν».
Στο πλαίσιο αυτό η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμού αυτές τις ημέρες έχει συναντήσεις με παιδιατρικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται ανά την επικράτεια.
Πέννυ Μπουλούτζα (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)