Αντίστροφα μετράει ο χρόνος για την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών Ελλάδας – Τουρκίας, με τον 61ο γύρο να λαμβάνει χώρα στην Κωνσταντινούπολη στις 25 Ιανουαρίου, όπως ανακοινώθηκε χθες το βράδυ. Στην πράξη, σχεδόν πέντε χρόνια μετά τον προηγούμενο γύρο των διερευνητικών επαφών, η Αθήνα δεν γνωρίζει τι ακριβώς πρέπει να περιμένει, δεδομένων όλων όσων έχουν μεσολαβήσει από την απόπειρα πραξικοπήματος κατά του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τη σαφή εθνικιστική στροφή που έκτοτε έλαβε η κυβέρνηση της γείτονος. Επίσης, στην Αθήνα είναι ξεκάθαρο ότι πολλά απ’ όσα συζητούνται δημοσίως κινούνται και στη σφαίρα της δημιουργίας εντυπώσεων, όπως για παράδειγμα η πρόταση για «μεσολάβηση» του Εντι Ράμα και συνάντηση των δύο υπουργών Εξωτερικών, Νίκου Δένδια και Μεβλούτ Τσαβούσογλου, στα Τίρανα, κάτι που –όπως φαίνεται– η ελληνική πλευρά δεν αποδέχεται.
Η εξίσωση των διερευνητικών είναι εκ των πραγμάτων δύσκολη και πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι από το 2002 έως και το 2016 παρήχθησαν περίπου 5.000 σελίδες πρακτικών με κύριο θέμα τις συζητήσεις για συμφωνία επί της οριοθέτησης χωρικών υδάτων, που σε κάποιο σημείο έφθασε και κοντά στη διευθέτησή του. Η ελληνική πλευρά έχει διαμηνύσει ότι πέρα από ζητήματα που αφορούν τις θαλάσσιες ζώνες (χωρικά ύδατα, υφαλοκρηπίδα, αποκλειστική οικονομική ζώνη) δεν προτίθεται να συζητήσει τίποτε άλλο. Από την τουρκική πλευρά τίθεται, δημοσίως τουλάχιστον, σειρά ζητημάτων, με βασικότερα την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και την αμφισβήτηση επί της κυριαρχίας κάποιων νησίδων. Ακόμα και αν –υποθετικά– η τουρκική πλευρά θέσει, όπως και στο παρελθόν, τέτοια ζητήματα, η ελληνική πλευρά απλώς δεν θα τα συζητήσει.
Σε κάθε περίπτωση, η πρώτη συνάντηση έπειτα από σχεδόν πέντε χρόνια αναμένεται να είναι αναγνωριστικού τύπου, καθώς η ελληνική αντιπροσωπεία θα πρέπει να διαπιστώσει ποιες είναι οι πολιτικές εντολές που έχει η τουρκική και ποια είναι τα περιθώρια συζητήσεων. Επικεφαλής της ελληνικής αποστολής που θα μεταβεί (οδικώς, λόγω κορωνοϊού) από τον Εβρο και ανατολικότερα είναι ο πρέσβης ε.τ. Παύλος Αποστολίδης, γνώστης της διαδικασίας από την πρώτη ημέρα των διερευνητικών. Τον κ. Αποστολίδη θα πλαισιώσουν ο πρέσβης Αλέξανδρος Κουγιού και η διευθύντρια του γραφείου του γ.γ. του υπουργείου Εξωτερικών Ιφιγένεια Καναρά. Αν και από την τουρκική πλευρά δεν έχει κοινοποιηθεί η σύνθεση, εκτιμάται ότι αυτή θα περιλαμβάνει τον μόνιμο υφυπουργό Σεντάτ Ονάλ, ενώ ενδέχεται να μην είναι επικεφαλής ο διευθυντής αεροναυτιλιακών του υπουργείου Εξωτερικών Τσαγατάι Ερτσιγές. Ο κ. Ερτσιγές αποτελεί πάντως πρόσωπο με γνώση των διερευνητικών, καθώς στις προηγούμενες φάσεις συμμετείχε στην τουρκική αντιπροσωπεία εν είδει εμπειρογνώμονος, στο πλευρό διπλωματών όπως ο Φεριντούν Σινιρλίογλου.
Τη σημασία της επανέναρξης των διερευνητικών επαφών μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας τόνισε ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για θέματα εξωτερικής πολιτικής, Πίτερ Στάνο. Ο κ. Στάνο, απαντώντας σε ερωτήσεις στο μεσημεριανό briefing της Επιτροπής, είπε ότι η Ε.Ε. δεν έχει ενημερωθεί επισήμως για την επανέναρξη των συνομιλιών, αλλά τόνισε ότι είναι κάτι το οποίο αναμένει. Η αποκλιμάκωση και η εξομάλυνση των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας, πρόσθεσε o κ. Στάνο, είναι «πολύ σημαντικό μέρος» των ευρύτερων ευρωτουρκικών σχέσεων, καθώς «ζητήματα που ερεθίζουν» τις σχέσεις της Τουρκίας με οποιοδήποτε κράτος-μέλος της Ενωσης «αποτελούν ερεθιστικά ζητήματα για ολόκληρη την Ε.Ε.». Ο εκπρόσωπος της Κομισιόν επιβεβαίωσε ότι ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου θα μεταβεί στις Βρυξέλλες στις 21 Ιανουαρίου, όπου θα συναντηθεί με τον Ζοζέπ Μπορέλ. Από την πλευρά του, ο επικεφαλής εκπρόσωπος της Κομισιόν Ερικ Μάμερ ξεκαθάρισε ότι η Κομισιόν δεν συμμερίζεται σε καμία περίπτωση τις δηλώσεις Ερντογάν ότι οι σχέσεις Ε.Ε. – Τουρκίας υπονομεύονται από «τα καπρίτσια ορισμένων κρατών-μελών» και τόνισε ότι η θέση της Κομισιόν εκφράζεται πλήρως από τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου.
Βασίλης Νέδος (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)