Να εμβολιαστούμε όλοι έναντι του κορωνοϊού είναι το μεγάλο σύνθετο στοίχημα που καλούνται να κερδίσουν κυβέρνηση και πολίτες, προκειμένου να επιστρέψουμε (σταδιακά) στην προ COVID εποχή. Η επιστροφή δεν θα γίνει από τη μία ημέρα στην άλλη. Οπως αναφέρουν στην «Κ» ειδικοί επιστήμονες, εάν ξεκινήσει ο εμβολιασμός αρχές Ιανουαρίου, θα αρχίσουμε να βλέπουμε πολίτες με ανοσία λόγω του εμβολίου στα μέσα Φεβρουαρίου. Με δεδομένους τους περιορισμούς στην παραγωγή των εμβολίων, μία ρεαλιστική προοπτική είναι να έχουν εμβολιαστεί τους πρώτους μήνες του 2021 οι ευπαθείς ομάδες πληθυσμού. Εάν συμβεί αυτό με επιτυχία, το ερχόμενο καλοκαίρι η κατάσταση θα είναι καλύτερη. Δεν θα υφίσταται πίεση το σύστημα υγείας, ωστόσο θα συνεχίσουν να καταγράφονται περιστατικά και να υπάρχει η ανάγκη για κάποια μέτρα. Και όπως αναφέρουν οι ειδικοί, «τις μάσκες θα αργήσουμε να τις βγάλουμε».
Το πόσο γρήγορα θα καταφέρουμε να αφήσουμε πίσω τον εφιάλτη του κορωνοϊού, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. «Να είναι διαθέσιμο το εμβόλιο σε ικανή ποσότητα και να υπάρχει μία σταθερή ροή με την οποία θα φτάνει στη χώρα μας είναι ένας από αυτούς», σημειώνει στην «Κ» ο καθηγητής Φαρμακολογίας και διευθυντής του Εργαστηρίου Φαρμακολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Ευάγγελος Μανωλόπουλος. Και συνεχίζει: «Θα πρέπει να καθοριστούν επακριβώς οι διαδικασίες εμβολιασμού, πού θα γίνονται, εάν θα χρειάζεται να γίνεται τεστ αντιγόνου πριν από τον εμβολιασμό κ.ά., και φυσικά να θελήσουν οι πολίτες να εμβολιαστούν».
Σύμφωνα με τον κ. Μανωλόπουλο, εάν κάποιος κάνει το εμβόλιο, δεν σημαίνει ότι έχει προστασία έναντι του κορωνοϊού την επόμενη ημέρα. Οπως αναφέρει, «τα τρία “επικρατέστερα” προς το παρόν εμβόλια έναντι του κορωνοϊού γίνονται σε δύο δόσεις, οι οποίες απέχουν μεταξύ τους τρεις εβδομάδες με ένα μήνα ανάλογα με το εμβόλιο. Το δε διάστημα που απαιτείται για να αναπτυχθεί η ανοσολογική απάντηση του οργανισμού είναι μία με δύο εβδομάδες. Ετσι, εάν ξεκινήσει ο εμβολιασμός έναντι της COVID-19 τον Ιανουάριο, τότε θα αρχίσουμε να βλέπουμε άτομα με ανοσία από τα εμβόλια στα μέσα Φεβρουαρίου». Ο κ. Μανωλόπουλος σημειώνει: «Ολοι πρέπει να κάνουν το εμβόλιο. Το εάν θα κάνουμε ένα πιο χαλαρό καλοκαίρι, θα εξαρτηθεί από το πόσοι τελικά θα εμβολιαστούν. Εάν εμβολιαστούν τουλάχιστον οι ευπαθείς ομάδες πληθυσμού, τότε το καλοκαίρι θα υπάρχει η νόσος και θα καταγράφονται κρούσματα, αλλά αυτά θα είναι λιγότερο σοβαρά, θα είναι ελεγχόμενη η κατάσταση και δεν θα φοβόμαστε το ενδεχόμενο του lockdown. Τις μάσκες όμως θα αργήσουμε να τις βγάλουμε».
Οπως αναφέρει στην «Κ» ο καθηγητής Υγιεινής και Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Χρήστος Χατζηχριστοδούλου, για να δημιουργηθεί αυτό που λέμε ανοσία της αγέλης, η οποία θα σταματήσει ή θα επιβραδύνει στο ελάχιστο την εξάπλωση του ιού χωρίς να χρειάζονται περιοριστικά μέτρα, θα πρέπει να εμβολιαστεί τουλάχιστον το 70% του πληθυσμού. «Είναι ένα ποσοστό που δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί», σημειώνει ο κ. Χατζηχριστοδούλου. «Αλλά και εάν εμβολιαστούν οι ομάδες υψηλού κινδύνου μπορεί να μη σταματήσουμε τη μετάδοση στην κοινότητα, αλλά θα σταματήσουμε την πίεση στο ΕΣΥ και θα υπάρξει μείωση στους θανάτους. Μπορούμε επίσης να έχουμε ένα πολύ υψηλό ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης στις ομάδες υψηλού κινδύνου που να φτάνει το 90% και λίγο χαμηλότερο στον υπόλοιπο πληθυσμό. Είναι και αυτό μία στρατηγική», λέει. Βασική προϋπόθεση είναι να υπάρξει συμμετοχή από τους πολίτες και να μην παρασυρθούν από αντιεμβολιαστικές Σειρήνες. Σύμφωνα με τον ίδιο, το κάλεσμα της πολιτείας για εμβολιασμό θα πρέπει να γίνει και μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. «Να παλέψουμε όπου και όπως το κάνουν και οι πολέμιοι των εμβολίων», σημειώνει.
«Τώρα ο ιός καθορίζει τη ζωή μας. Με τα εμβόλια θα μπορούμε εμείς να καθορίσουμε τι θα γίνει. Εχουμε το εργαλείο, το θέμα είναι πόσο καλά θα το χρησιμοποιήσουμε», τονίζει ο κ. Μανωλόπουλος.
Πέννυ Μπουλούτζα (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)