Φρένο, σε αιτήματα βουλευτών βάζει το ΣτΕ, με την Ολομέλεια του Συμβουλίου να απορρίπτει με απόφασή «αιτήσεις αναίρεσης επί διαφορών, οι οποίες ανέκυψαν μετά από άσκηση αγωγών πρώην βουλευτών, οι οποίες απερρίφθησαν σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, περί αναγνωρίσεως της υποχρεώσεως του Δημοσίου να τους καταβάλει νομιμοτόκως ως αποζημίωση για την παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς τους, μη καταβολή σε αυτούς, κατά το διάστημα το οποίο ήταν εν ενεργεία βουλευτές, της μηνιαίας αποζημίωσης, που κατά το αντίστοιχο διάστημα ελάμβανε ο Πρόεδρος του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την ανωτέρω αιτία», όπως αναφέρει το dikastiko.gr.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) αναγνωρίζει ότι σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές «η βουλευτική αποζημίωση εξισώνεται με τις αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού, όπως καθορίζονται από το εκάστοτε ισχύον για τους δικαστικούς λειτουργούς ειδικό μισθολόγιο, το οποίο θεσπίζεται με τυπικό νόμο», εκφράζει ωστόσο, τη διαφωνία του με τα αιτήματα των πρώην βουλευτών.
Ειδικότερα, σημειώνει πως για την εξομοίωση της βουλευτικής αποζημίωσης με τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών «περιλαμβάνονταν ο βασικός μισθός και τα επιδόματα και αποζημιώσεις, και συγκεκριμένα τα επιδόματα χρόνου υπηρεσίας, μεταπτυχιακών σπουδών, ταχύτερης και αποτελεσματικότερης διεκπεραίωσης των υποθέσεων και για την αντιστάθμιση δαπανών στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους (δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οργάνωση γραφείου), καθώς και η οικογενειακή παροχή, η πάγια αποζημίωση (λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών) και η αποζημίωση εξόδων παράστασης».
Δεν περιλαμβάνεται πρόσθετη αποζημίωση
Αντιθέτως, διευκρινίζεται πως «δεν περιλαμβάνεται και η αποζημίωση που παρέχεται στον Πρόεδρο Ανωτάτου Δικαστηρίου, λόγω της συμμετοχής του στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο, άλλωστε, δεν είχε ιδρυθεί κατά τον χρόνο που θεσπίσθηκε η ρύθμιση περί εξομοιώσεως της βουλευτικής αποζημιώσεως με τις αποδοχές του ανωτάτου δικαστικού λειτουργού».
Και καταλήγει: «Η ανωτέρω αποζημίωση χορηγείται στον συγκεκριμένο δικαστικό λειτουργό όχι λόγω της άσκησης των κύριων δικαστικών καθηκόντων της θέσης του ως Προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου, αλλά ως πρόσθετη αμοιβή και ως αντιστάθμισμα των ειδικών και πρόσθετων υπηρεσιών που παρέχει με τη συμμετοχή του, ως Πρόεδρος, στη σύνθεση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, όπως αντίστοιχα, οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται σε δικαστικούς λειτουργούς λόγω της συμμετοχής τους στην Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή και σε άλλες νομοπαρασκευαστικές επιτροπές».
Η ανακοίνωση του ΣτΕ
ΣτΕ Ολ 1957-8/2023
Πρόεδρος: Ε. Σαρπ, Πρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Κ. Φιλοπούλου, Σύμβουλος της Επικρατείας
Η μηνιαία αποζημίωση του Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου, λόγω της συμμετοχής του ως Προέδρου του ΑΕΔ, ως μη προβλεπόμενη από το ειδικό μισθολόγιο των δικαστών, δεν περιλαμβάνεται στη βουλευτική αποζημίωση. Δεν συντρέχει περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Με τις αποφάσεις 1957-8/2023 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας απερρίφθησαν αιτήσεις αναίρεσης επί διαφορών, οι οποίες ανέκυψαν μετά από άσκηση αγωγών πρώην βουλευτών, οι οποίες απερρίφθησαν σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, περί αναγνωρίσεως της υποχρεώσεως του Δημοσίου να τους καταβάλει νομιμοτόκως ως αποζημίωση για την παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς τους, μη καταβολή σε αυτούς, κατά το διάστημα το οποίο ήταν εν ενεργεία βουλευτές, της μηνιαίας αποζημίωσης, που κατά το αντίστοιχο διάστημα ελάμβανε ο Πρόεδρος του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την ανωτέρω αιτία.
Ειδικότερα, με τις ανωτέρω αποφάσεις κρίθηκαν τα εξής:
Η βουλευτική αποζημίωση καθορίσθηκε, υπό την ισχύ του προηγούμενου Συντάγματος έτους 1952, με την απόφαση της Βουλής της 22ας Δεκεμβρίου 1964 (Συνεδρίαση ΚΔ΄), η οποία επικυρώθηκε και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ψηφίσματος Ζ΄/1975. Με αυτήν, η βουλευτική αποζημίωση εξισώνεται με τις αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού, όπως καθορίζονται από το εκάστοτε ισχύον για τους δικαστικούς λειτουργούς ειδικό μισθολόγιο, το οποίο θεσπίζεται με τυπικό νόμο.
Η ως άνω απόφαση της Βουλής ενόψει των οικονομικών συνεπειών που έχει, πρέπει να ερμηνευθεί βάσει των δεδομένων που ίσχυαν κατά τον χρόνο που θεσπίσθηκε η ρύθμιση και έλαβε υπόψη της η Βουλή. Συνεπώς, ως συνολικές μηνιαίες αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού, μαζί με τα πάσης φύσεως επιδόματα και προσαυξήσεις, νοούνται αυτές που προσδιορίζονται βάσει του εκάστοτε ισχύοντος για τους δικαστικούς λειτουργούς ειδικού μισθολογίου και οι οποίες καταβάλλονται σ’ αυτόν σταθερά κατά μήνα για την άσκηση των κύριων δικαστικών καθηκόντων του και την παροχή των αντίστοιχων υπηρεσιών του (βλ. και σελ. 712 και 716 των πρακτικών συζητήσεων της ΚΔ΄ συνεδρίασης της Βουλής της 22.12.1964).
Ειδικότερα, βάσει του ισχύοντος στον κρίσιμο χρόνο ν. 3205/2003, στις αποδοχές αυτές περιλαμβάνονταν ο βασικός μισθός και τα επιδόματα και αποζημιώσεις, και συγκεκριμένα τα επιδόματα χρόνου υπηρεσίας, μεταπτυχιακών σπουδών, ταχύτερης και αποτελεσματικότερης διεκπεραίωσης των υποθέσεων και για την αντιστάθμιση δαπανών στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους (δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οργάνωση γραφείου), καθώς και η οικογενειακή παροχή, η πάγια αποζημίωση (λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών) και η αποζημίωση εξόδων παράστασης. Αντιθέτως, δεν περιλαμβάνεται και η αποζημίωση που παρέχεται στον Πρόεδρο ανωτάτου δικαστηρίου, λόγω της συμμετοχής του στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο, άλλωστε, δεν είχε ιδρυθεί κατά τον χρόνο που θεσπίσθηκε η ρύθμιση περί εξομοιώσεως της βουλευτικής αποζημιώσεως με τις αποδοχές του ανωτάτου δικαστικού λειτουργού (22.12.1964), με συνέπεια η λαμβανόμενη από τους Προέδρους ανωτάτων δικαστηρίων για την συμμετοχή στο εν λόγω Δικαστήριο αποζημίωση να μην είναι μεταξύ των στοιχείων που εκτίμησε η Βουλή κατά την λήψη της ως άνω αποφάσεώς της.
Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 6 του ν. 2521/1997, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, η ανωτέρω αποζημίωση χορηγείται στον συγκεκριμένο δικαστικό λειτουργό όχι λόγω της άσκησης των κύριων δικαστικών καθηκόντων της θέσης του ως Προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου, αλλά ως πρόσθετη αμοιβή και ως αντιστάθμισμα των ειδικών και πρόσθετων υπηρεσιών που παρέχει με τη συμμετοχή του, ως Πρόεδρος, στη σύνθεση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, όπως αντίστοιχα, οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται σε δικαστικούς λειτουργούς λόγω της συμμετοχής τους στην Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή και σε άλλες νομοπαρασκευαστικές επιτροπές.
Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από τους ορισμούς της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του ως άνω ν. 2521/1997.
Δεν συντρέχει περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
ethnos.gr