Τα κόμματα έχουν τα τελευταία χρόνια να αντιμετωπίσουν έναν πολύ μεγάλο και «κρυφό» αντίπαλο στις εκλογικές αναμετρήσεις, ο οποίος όσο πάει και γίνεται μεγαλύτερος. Ο λόγος για τους πολίτες οι οποίοι επιλέγουν να μην πάνε να ψηφίσουν στις εκλογές, γυρνώντας την πλάτη στο πολιτικό σύστημα και προκαλώντας αναμφίβολα κρίση στην αντιπροσωπευτική Δημοκρατία.
Η σχετική κάρτα που δημοσιεύει σήμερα η «Κ» είναι ενδεικτική, καθώς δείχνει πως από το 2004 έως σήμερα όλο και περισσότεροι πολίτες επιλέγουν να μην πάνε να ψηφίσουν στις εκλογές. Η κάρτα μάλιστα αποτυπώνει τη συμμετοχή και όχι την αποχή, καθώς με δεδομένο πως υπάρχει πρόβλημα επικαιροποίησης των εκλογικών καταλόγων –κάτι που πάντως αναμένεται να διορθωθεί φέτος μετά την απογραφή– η αποχή δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα. Συνεπώς η καταγραφή της συμμετοχής είναι πιο έγκυρο στατιστικό στοιχείο και αποτυπώνει πιο πιστά το πόσο μειώνεται την τελευταία 20ετία το ενδιαφέρον των πολιτών να πάνε στην κάλπη.
Η «ελεύθερη πτώση»
Οπως μπορεί κάποιος να δει στη σχετική κάρτα, στις εθνικές εκλογές του 2004 είχε ψηφίσει το 76% του εκλογικού σώματος, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 7.573.368 πολίτες. Το 2007 το ποσοστό πέφτει κάτω από το 75%, με 7.355.026 πολίτες να προσέρχονται στις κάλπες, ενώ το 2009 το ποσοστό ανέρχεται λίγο πάνω από το 70%, καθώς ψήφισαν 7.044.606 πολίτες. Το 2012, εποχή που έχει ξεκινήσει η μεγάλη οικονομική και πολιτική κρίση, το ποσοστό της συμμετοχής πέφτει και άλλο στο 65%, με 6.476.818 πολίτες να προσέρχονται στις κάλπες. Στις επαναληπτικές του ίδιου έτους υποχωρεί στο 62,5% και σε απόλυτο αριθμό είναι 6.216.798. Το 2015, έτος το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ ανέρχεται στην εξουσία, το ποσοστό ανεβαίνει ελαφρώς στο 64% και σε απόλυτο αριθμό είναι 6.330.356, ενώ στις επαναληπτικές του Σεπτεμβρίου και με τη χώρα επί ξύλου κρεμάμενη μόλις που ξεπερνάει το 55% και σε απόλυτο αριθμό φθάνει τους 5.567.930 ψηφοφόρους. Το 2019, παρά το γεγονός πως είχαν μεσολαβήσει 4,5 χρόνια κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και είχε αναπτυχθεί ένα σημαντικό κοινωνικό ρεύμα που έδωσε τελικά την αυτοδυναμία στη Ν.Δ., το ποσοστό της συμμετοχής ήταν περίπου στο 58%, καθώς ψήφισαν 5.769.644.
Ενα μεγάλο… κόμμα
Είναι σαφές πως από το 2004 το ποσοστό της συμμετοχής πέφτει διαρκώς, καθώς κατά τη διάρκεια των 15 ετών –από το 2004 έως τις τελευταίες εκλογές του 2019- οι ψηφοφόροι που προσήλθαν στις κάλπες μειώθηκαν κατά 1,8 εκατ., αριθμός που αντιστοιχεί σε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος. Προφανώς το ίδιο διάστημα έχει μειωθεί και ο πληθυσμός, αλλά όχι στον βαθμό που να δικαιολογεί αυτή τη μεγάλη μεταβολή. Την τελευταία 7ετία δε, δηλαδή στις τελευταίες τρεις εκλογικές αναμετρήσεις, το ποσοστό που προσέρχεται στις κάλπες είναι κατά μέσον όρο κάτω από το 60%. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως μεγάλο κομμάτι των πολιτών δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική κατάσταση, έχει γυρίσει την πλάτη στο πολιτικό σύστημα ή τουλάχιστον δεν βλέπει κάποιον που μπορεί να τον αντιπροσωπεύσει. Το ποσοστό αυτό γίνεται ακόμα μεγαλύτερο μεταξύ των νέων. Δεν είναι τυχαίο πως η Νέα Δημοκρατία, όπως έδειξαν και οι τελευταίες κινήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη με την ανακοίνωση του προγράμματος στέγασης, θέλει να απευθυνθεί σε αυτά τα κοινά. Την ίδια ώρα, το κυβερνών κόμμα έχει ακόμα ένα λόγο να θέλει να βάλει φρένο στη μείωση όσων πηγαίνουν να ψηφίσουν. Αποδεδειγμένα η παραδοσιακή βάση της Ν.Δ. όταν δυσαρεστείται δεν προσέρχεται στις κάλπες και δεν επιλέγει τη μετακίνηση σε άλλο κόμμα. Συνεπώς, αντίπαλος του κυβερνώντος κόμματος δεν είναι μόνον ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ο ίδιος του ο εαυτός, καθώς μια πιθανή τάση αποχής από την εκλογική διαδικασία είναι αρκετά επίφοβη, ειδικά στην πρώτη αναμέτρηση που θα διεξαχθεί με σύστημα απλής αναλογικής. Στις συγκεκριμένες κάλπες, μάλιστα, η αποχή εκτιμάται πως μπορεί να «πλήξει» και τα άλλα κόμματα, καθώς το διακύβευμα δεν θα είναι μεγάλο.
Σταύρος Παπαντωνίου (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)