Ένα νέο «χαράτσι» από τον Οκτώβριο καλούνται να καταβάλουν οι καταναλωτές ρεύματος της χαμηλής και μέσης τάσης, για να… ενισχύσουν τις μελλοντικές επιδοτήσεις τους.

Πρόκειται για τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ), από την αύξηση των οποίων το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας προσδοκά να συγκεντρώσει περί τα 300 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση για τον Μόνιμο Μηχανισμό Αντιστάθμισης Κινδύνου, έναν καινούριο «κουμπαρά» που προορίζεται για την αντιμετώπιση μελλοντικών ενεργειακών κρίσεων.

Από τις νέες αυξήσεις στις ΥΚΩ, που ανακοινώθηκαν από το ΥΠΕΝ τον Αύγουστο, επιβαρύνονται νοικοκυριά, μικρές επιχειρήσεις, μεσαίου μεγέθους βιομηχανίες, αγρότες και δήμοι, ενώ, αντίθετα, για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες της υψηλής τάσης προβλέπονται μειώσεις. Πιο συγκεκριμένα:

Για τα νοικοκυριά που καίνε στο 4μηνο έως 1.600 κιλοβατώρες, η χρέωση από 0,69 λεπτά του ευρώ την κιλοβατώρα αυξάνεται σε 1,7 λεπτά του ευρώ, δηλαδή, μία αύξηση που υπολογίζεται σε 1,01 λεπτό του ευρώ.

Ανάλογη είναι η αύξηση και στη μέση τάση, στην οποία υπάγονται μεγάλες επιχειρήσεις και μεσαίου μεγέθους βιομηχανίες.

Για τους αγρότες, όσοι εντάσσονται στη χαμηλή τάση, η αύξηση υπολογίζεται σε 140%, ενώ όσοι διαθέτουν εγκαταστάσεις (ψυγεία, αποθήκες, μεταποίηση) και ανήκουν στη μέση τάση θα πληρώσουν ΥΚΩ αυξημένα πάνω από 200%.

Στους δήμους, οι υπηρεσίες οδοφωτισμού θα επιβαρυνθούν πάνω από 100%, καθώς η χρέωση ΥΚΩ από 13,71 ευρώ τη μεγαβατώρα θα φθάσει τα 30 ευρώ.

Ευνοημένες εμφανίζονται οι ενεργοβόρες βιομηχανίες της υψηλής τάσης, αφού η χρέωση για ΥΚΩ παραμένει ίδια, στα 4,14 ευρώ τη μεγαβατώρα. Επίσης, οι οικιακές καταναλώσεις πάνω από 1.600 κιλοβατώρες τον εξάμηνο θα δουν μείωση στις χρεώσεις ΥΚΩ.

Οι ΥΚΩ είναι ρυθμιζόμενες χρεώσεις στα τιμολόγια ηλεκτρισμού (μαζί με αυτές του ΑΔΜΗΕ, του ΔΕΔΔΗΕ, του ΕΤΜΕΑΡ), εισπράττονται από όλους τους προμηθευτές, συνεπώς, δεν μπορεί να τις αποφύγει κανένας καταναλωτής. Την παροχή ΥΚΩ ρύθμισε για πρώτη φορά νόμος του 1999, με τη ρητή θέσπιση της υποχρέωσής τους το 2005, για την κάλυψη των μειωμένων χρεώσεων του Κοινωνικού Τιμολογίου, καθώς και του κόστους της ΔEΗ για την ηλεκτροδότηση με πετρέλαιο των μη διασυνδεδεμένων νησιών.

Ανάλογα με το επίπεδο κατανάλωσης, οι χρεώσεις αυτές αντιστοιχούν περίπου στο 5%-27% κάθε λογαριασμού ρεύματος. Σύμφωνα με μελέτη της WWF Hellas, του 2018, στη δεκαετία 2007-2016 οι καταναλωτές πλήρωσαν για ΥΚΩ το απίστευτο ποσό των 6,2 δισ. ευρώ!

Η ολοκλήρωση των διασυνδέσεων στις Κυκλάδες και η μικρή διασύνδεση της Κρήτης θα περίμενε κανείς ότι θα έφερνε μείωση των ΥΚΩ. Άλλωστε, αυτόν τον διακηρυγμένο πολιτικό στόχο έχουν οι προωθούμενες διασυνδέσεις των νησιών με το ηπειρωτικό σύστημα. Αντ’ αυτού, οι καταναλωτές θα δουν από τον Οκτώβριο επιβάρυνση στο ενεργειακό κόστος τους από τις αυξήσεις των ΥΚΩ.

Το ΥΠΕΝ, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του οποίου είναι η αναπροσαρμογή των χρεώσεων ΥΚΩ (η ΡΑΕ έχει γνωμοδοτικό ρόλο) επιλέγει από την αρχή της ενεργειακής κρίσης να τις διατηρεί σταθερές, «αιμοδοτώντας» με τα πλεονάσματα του Ειδικού Λογαριασμού για τις ΥΚΩ (ΕΛΥΚΩ) την επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης.

Τον Αύγουστο, από τη μία πλευρά ανακοινώθηκαν οι αυξήσεις των ΥΚΩ για νοικοκυριά και επιχειρήσεις και από την άλλη, μεταφέρθηκαν με ΚΥΑ 300 εκατ. ευρώ από τον ΕΛΥΚΩ στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, μέσω του οποίου δίνονται οι επιδοτήσεις σε καταναλωτές. Ουσιαστικά, με άλλα λόγια, οι ίδιοι οι καταναλωτές πληρώνουν κατά ένα μέρος τις επιδοτήσεις που παίρνουν.

Το 2021, ο ΕΛΥΚΩ ήταν πλεονασματικός κατά 130 εκατ. ευρώ, λόγω της μικρής διασύνδεσης της Κρήτης, ενώ για φέτος εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει πλεόνασμα περί τα 150 εκατ. ευρώ. Το μόνο μέτρο που έλαβε το υπουργείο εξαιτίας του θετικού πρόσημου του ΕΛΥΚΩ ήταν η αναστολή των χρεώσεων ΥΚΩ για τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις από τον Νοέμβριο του 2021 έως τον Μάρτιο του 2022.

euro2day.gr