Σε οκτώ δισεκατομμύρια θα ανέρχεται ο παγκόσμιος πληθυσμός στις 15 Νοεμβρίου, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, με περισσότερο από το 50% των ανθρώπων να ζει σε επτά, μόλις, χώρες. Ο αριθμός και μόνο προκαλεί φόβο σε πολλούς, καθώς πιστεύουν ότι ο υπερπληθυσμός προκαλεί ανυπέρβλητα προβλήματα. Ωστόσο, το Ταμείο του ΟΗΕ για τον πληθυσμό εμφανίζεται καθησυχαστικό.
Κάθε χρονιά ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται κατά 70 εκατομμύρια, αλλά το 80% αυτής της αύξησης καταγράφεται στις φτωχότερες χώρες, που δεν έχουν τα μέσα για να διαχειριστούν την πληθυσμιακή έκρηξη, να θρέψουν, να εκπαιδεύσουν και να δώσουν εργασία στους νέους πολίτες τους, ενισχύοντας έτσι την παγκόσμια φτώχεια.
Ακραία φτώχεια
To 2021 περίπου 700 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, με τη συντριπτική πλειονότητά τους να κατοικούν στα κράτη της Αφρικής, όπου βρίσκονται οι 23 από τις 28 φτωχότερες χώρες του κόσμου. Ταυτόχρονα στην ίδια ήπειρο καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά γονιμότητας και ο μεγαλύτερος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζει κλιματική αστάθεια, λειψυδρία, φυσικές θεομηνίες, επισιτιστική ανασφάλεια, που μαζί με τις πληθωριστικές τάσεις και την αύξηση του κόστους ζωής καθιστούν την καθημερινότητα πάρα πολύ δύσκολη.
H πληθυσμιακή έκρηξη ταυτόχρονα, πιστεύουν πολλοί, έχει δραματικά αποτελέσματα για το περιβάλλον, πολλαπλασιάζοντας την ανησυχία για την επάρκεια υδάτινων πόρων και τροφίμων, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλει στην καταστροφική δράση της κλιματικής αλλαγής με την επέκταση των οικισμών και της ανθρώπινης παρουσίας, που οδηγεί κάποια είδη ακόμη και σε ολοκληρωτικό αφανισμό.
Αυτή την κινδυνολογική προσέγγιση προσπαθεί να διαλύσει η δρ Νατάλια Κάνεμ, διευθύνουσα σύμβουλος του Ταμείου του ΟΗΕ για τον Πληθυσμό, τονίζοντας ότι ο «απόλυτος» αριθμός των κατοίκων της Γης δεν πρέπει να πανικοβάλει τις κυβερνήσεις. Αντιθέτως συνιστά μία καλή ευκαιρία για να εστιάσουν τις προσπάθειές τους στην αρωγή προς τις γυναίκες, τα παιδιά και όσους έχουν περιθωριοποιηθεί – κοινωνικές κατηγορίες που είναι οι πιο ευάλωτες στις δημογραφικές μεταβολές.
«Οχι» σε μέτρα
«Καταλαβαίνω ότι η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού δεν είναι αφορμή για πανηγυρισμούς από όλους. Κάποιοι εκφράζουν ανησυχίες για τον υπερπληθυσμό, υπογραμμίζοντας ότι δεν επαρκούν οι πόροι για την επιβίωση όλων. Θέλω να διαβεβαιώσω άπαντες ότι ο αριθμός και μόνον των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο δεν πρέπει να τρομάζει». Στόχος της επισήμανσης της αξιωματούχου του διεθνούς οργανισμού είναι η αποτροπή της επιβολής μέτρων πληθυσμιακού ελέγχου από κάποιες κυβερνήσεις. Πρόκειται, άλλωστε, όπως δήλωσε, για μέτρα τα οποία έχουν αποδειχθεί «αναποτελεσματικά και επικίνδυνα». «Οι εκστρατείες καταναγκαστικής στείρωσης και κάθε περιορισμός του οικογενειακού προγραμματισμού και της αντισύλληψης, εκτιμούμε ότι είναι μέτρα αναποτελεσματικά και οδήγησαν σε κάποιες περιπτώσεις στο αντίθετο αποτέλεσμα, στην πληθυσμιακή έκρηξη», τόνισε η Κάνεμ. «Δεν θέλουμε να κατασταλούν οι ανθρώπινες ελευθερίες, που αποστερούν τις γυναίκες από το δικαίωμα να αποφασίσουν οι ίδιες αν και πότε θέλουν να γίνουν μητέρες. Η κινδυνολογία για τον υπερπληθυσμό μάς αποσπά από τα ζητήματα στα οποία οφείλουμε να εστιάσουμε».
Μπροστά η Ινδία
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει σήμερα ο ΟΗΕ, μέχρι το 2050 περισσότερο από το 50% της πληθυσμιακής αύξησης θα συντελείται σε οκτώ κράτη, μεταξύ των οποίων η Νιγηρία, η Αιθιοπία και οι Φιλιππίνες. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται και η Ινδία, που αναμένεται να ξεπεράσει σε πληθυσμό την Κίνα, ίσως τη νέα χρονιά, και να γίνει το πολυπληθέστερο κράτος παγκοσμίως.
Η Κάνεμ, επίσης, υπογράμμισε ότι στα κράτη που ζουν κοινότητες μεταναστών τα ποσοστά γεννήσεων είναι μεγαλύτερα από αυτά της χώρας, γεγονός που χρησιμοποιείται συνήθως για την υποκίνηση κοινωνικής έντασης.
«Το φαινόμενο αυτό δεν πρέπει να προκαλεί φόβο. Καθώς βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την κρίση της γήρανσης του πληθυσμού, οφείλουμε να αναζητήσουμε βιώσιμες λύσεις, ανάμεσα στις οποίες η μετανάστευση και η υποδοχή ανθρώπων που θέλουν να βοηθήσουν με τη φροντίδα των ηλικιωμένων. Η διαφορά στα ποσοστά γεννήσεων δεν πρέπει να αποτελέσει αφορμή για υποκίνηση αισθημάτων ξενοφοβίας και μίσους για τον διπλανό» .
H KAΘΗΜΕΡΙΝΗ