Τη χαμηλή διασύνδεση της εκπαίδευσης με την απασχόληση στη χώρα μας δείχνει έρευνα της Eurostat, σύμφωνα με την οποία περισσότεροι από εννέα στους δέκα νέους, ηλικίας έως 29 ετών, που σπουδάζουν δεν έχουν καμία επαφή με την αγορά εργασίας. Βρίσκονται δηλαδή εκτός εργατικού δυναμικού της χώρας, αφού δεν είναι ούτε μισθωτοί ούτε δηλώνουν άνεργοι ώστε να αναζητούν εργασία και να είναι διαθέσιμοι για την κάλυψη κάποιας κενής θέσης. Ετσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας το 2021, το 6,1% των νέων ηλικίας μεταξύ 15 και 29 ετών στην Ελλάδα, που συμμετείχαν σε κάποια βαθμίδα της επίσημης εκπαίδευσης ή κατάρτισης, απασχολούνταν ταυτόχρονα.
Αλλο ένα μόλις 2,1% αναζητούσε δουλειά και ήταν διαθέσιμο να αρχίσει να εργάζεται, ήταν δηλαδή άνεργοι με βάση την επίσημη ορολογία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ωστόσο, η συντριπτική πλειονότητα αυτής της ομάδας, και συγκεκριμένα το 91,8%, ήταν εκτός εργατικού δυναμικού, δεν ήταν δηλαδή ούτε μισθωτοί ούτε άνεργοι και κατά συνέπεια δεν είχαν καμία επαφή με την αγορά εργασίας. Σε επίπεδο Ε.Ε., ένα σημαντικά υψηλό ποσοστό νέων ηλικίας έως 29 ετών που σπουδάζουν και εργάζονται εκπροσωπούν το 23,4% της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας, με αποτέλεσμα, κατά μέσον όρο, το 73,4% να είναι τελείως αποκομμένο από την αγορά εργασίας. Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά καθώς δείχνουν τις διαφορετικές ταχύτητες μετάβασης των νέων από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με δεδομένο πάντα ότι προέχει και θεωρείται ως ένας από τους πλέον σημαντικούς στόχους των κρατών-μελών η παροχή καλής-ποιοτικής εκπαίδευσης στους νέους.
Να σημειωθεί ότι σε ορισμένες χώρες οι νέοι αρχίζουν να εργάζονται, π.χ. με τη μορφή μερικής απασχόλησης, Σαββατοκύριακου ή φοιτητικής εργασίας, ενώ παράλληλα συμμετέχουν στην επίσημη εκπαίδευση. Αυτό καθορίζεται από τα εθνικά συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, καθώς και από άλλους παράγοντες, όπως τα χαρακτηριστικά της εθνικής αγοράς εργασίας και τους πολιτιστικούς παράγοντες. Συνολικά, το 2021 το 23% των νέων σπουδαστών απασχολούνταν επίσης, ενώ το 3% αναζητούσε δουλειά και ήταν διαθέσιμο να αρχίσει να εργάζεται (δηλαδή άνεργοι). Ωστόσο, το 73% ήταν εκτός εργατικού δυναμικού (ούτε μισθωτοί ούτε άνεργοι).
Στην Ολλανδία συναντάται το υψηλότερο ποσοστό μαθητών και μαθητευομένων ηλικίας 15-29 ετών που εργάζονταν ενώ βρίσκονταν ακόμη στην εκπαίδευση, ήτοι 70%, και ακολουθούν η Δανία (49%) και η Γερμανία (42%). Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης μεταξύ φοιτητών και μαθητευομένων ηλικίας 15-29 ετών βρέθηκαν στη Ρουμανία (2%), τη Σλοβακία (4%), την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία (και οι δύο 5%). Αμέσως μετά κατατάσσεται η Ελλάδα με 6,1%.
Το υψηλότερο ποσοστό φοιτητών και μαθητευομένων ηλικίας 15-29 ετών που ήταν άνεργοι (που σημαίνει ότι αναζητούσαν δουλειά και ήταν διαθέσιμοι να αρχίσουν να εργάζονται ενώ σπουδάζουν) καταγράφηκε στη Σουηδία (14%), ακολουθούμενη από τη Φινλανδία (9%) και την Ολλανδία (7%). Από την άλλη πλευρά, λιγότερο από το 1% των μαθητών και των μαθητευομένων σε αυτή την ηλικιακή ομάδα ήταν άνεργοι στην Τσεχία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία και την Κροατία. Το αντίστοιχο ποσοστό στη χώρα μας ήταν 2,1%.
Και όπως επισημαίνουν παράγοντες της εγχώριας αγοράς εργασίας, η μετάβαση των νέων από το σχολείο στην εργασία αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την Ελλάδα, η οποία μαστίζεται και από σημαντικά υψηλά ποσοστά ανεργίας των νέων. Συνδέουν, μάλιστα, την αδυναμία διασύνδεσης της εκπαίδευσης με την εγχώρια αγορά εργασίας όχι μόνο με τον κατακερματισμό της ελληνικής αγοράς, αλλά και με τις πάγιες παθογένειες των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης, και τη χαμηλή ικανότητα της πολιτείας να παρέχει προσωποποιημένες υπηρεσίες στους νέους.
Ρούλα Σαλούρου (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)