Περισσότεροι από 600.000 νέοι συνταξιούχοι αναμένονται μέσα σε μία τριετία, καθώς τόσο το τρέχον έτος όσο και το επόμενο εκτιμάται ότι ο αριθμός των αιτήσεων συνταξιοδότησης θα προσεγγίσει ή και θα ξεπεράσει σε ετήσια βάση τις 200.000, περίπου όσες ήταν και το 2021. Ηδη, σύμφωνα με την Κομισιόν, ο ρυθμός των νέων αιτήσεων είναι αυξημένος κατά 24% σε σχέση με αυτό που αρχικά είχε εκτιμήσει το υπουργείο Εργασίας, με αποτέλεσμα, και παρότι όπως επισημαίνεται στην έκθεση έχουν γίνει όλα όσα έχουν συμφωνηθεί, ο στόχος για εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων αιτήσεων να μετατίθεται για τον Φεβρουάριο του 2023.

Βέβαια, τα στοιχεία της Ε.Ε. αφορούσαν τον περασμένο Αύγουστο, όταν το κόστος των ληξιπρόθεσμων ήταν της τάξης των 70 εκατ. ευρώ. Πλέον, σύμφωνα με το υπουργείο, τα ληξιπρόθεσμα εκτιμώνται σε περίπου 10 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων η πλειονότητα αφορά αιτήσεις ανελαστικές, που εντέλει θα απορριφθούν. Το γεγονός, βέβαια, της έκρηξης των αιτήσεων συνταξιοδότησης παραμένει, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία της «Κ» έως τον Οκτώβριο είχαν κατατεθεί 180.000 νέες αιτήσεις για κύρια σύνταξη, όταν συνολικά το 2020 οι αιτήσεις που είχαν υποβληθεί δεν ξεπερνούσαν τις 176.000.

Οι ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης εκτιμούν πως φέτος, όπως και πέρυσι, το κύμα φυγής θα ξεπεράσει κατά πολύ τα προηγούμενα κύματα μαζικής συνταξιοδότησης που είχαν καταγραφεί το 2010 λόγω της αύξησης των ορίων ηλικίας που επέβαλε το πρώτο μνημόνιο (135.000 αιτήσεις) αλλά και τις αιτήσεις της περιόδου 1998-2006, οπότε κυριαρχούσαν οι μεγάλες εθελούσιες έξοδοι στον ΟΤΕ, στη ΔΕΗ και στις τράπεζες. 

Στη μαζική φυγή του 2021, με τις 212.151 αιτήσεις, πρωτοστάτησαν εκπαιδευτικοί και υγειονομικοί, με τις εκτιμήσεις να θέλουν αντίστοιχη μαζική έξοδο κυρίως των εκπαιδευτικών και γενικότερα των δημοσίων υπαλλήλων κατά τους τελευταίους δύο μήνες του 2022, εξαιτίας των αλλαγών στα ειδικά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης στο Δημόσιο για τη λήψη μειωμένης σύνταξης, όπως αυτές περιλαμβάνονται στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο που αναμένεται να ψηφιστεί από τη Βουλή τις επόμενες ημέρες.

Αναλυτικά, τα στοιχεία του συστήματος «Ατλας» για το 2022, και συγκεκριμένα από τον Ιανουάριο έως και τον Οκτώβριο, δείχνουν πως έχουν υποβληθεί 179.878 αιτήσεις συνταξιοδότησης. Συνολικά το 2021, έτος που χαρακτηρίστηκε από την εκρηκτική αύξηση των νέων συνταξιοδοτήσεων, υποβλήθηκαν 212.151 αιτήσεις, ενώ έως τον Οκτώβριο είχαν υποβληθεί 169.433 αιτήσεις. Ηδη, δηλαδή, έχουν υποβληθεί στο 10μηνο του τρέχοντος έτους 10.000 αιτήσεις περισσότερες από το «κακό» αντίστοιχο 10μηνο του 2021. Και οι δύο επόμενοι μήνες αναμένονται εξίσου «κακοί», αφού κατά κύριο λόγο όσοι θεμελιώνουν ασφαλιστικό δικαίωμα σπεύδουν να υποβάλουν αίτηση έως το τέλος του μήνα.

Παράλληλα, όπως επισημαίνει μιλώντας στην «Κ» ο πρώην υπουργός Εργασίας και γνώστης του ασφαλιστικού Γιώργος Κουτρουμάνης, εντός του 2022 έχει δημιουργηθεί εσφαλμένα κύμα ανασφάλειας στους ασφαλισμένους, που έχουν θεμελιώσει δικαίωμα συνταξιοδότησης, ότι εάν υποβάλουν αίτηση εντός του τρέχοντος έτους θα λάβουν μεγαλύτερη αύξηση στη σύνταξή τους σε σχέση με αυτήν που θα λάβουν εάν υποβάλουν αίτηση εντός του 2023. Κάτι που στην πράξη δεν ισχύει, καθώς υπάρχουν παραδείγματα που δείχνουν ότι οι συντάξεις όσων συνταξιοδοτηθούν το 2023 θα είναι έστω και οριακά υψηλότερες απ’ ό,τι εάν έβγαιναν σε σύνταξη το 2022.

Σημαντικός είναι σύμφωνα με τον κ. Κουτρουμάνη και ο αριθμός των ελευθέρων επαγγελματιών που συμπληρώνοντας το 62ο έτος της ηλικίας τους υποβάλλουν αίτηση για συνταξιοδότηση και στη συνέχεια εξακολουθούν να εργάζονται, ενώ και οι υγειονομικοί, πιεσμένοι από τις συνθήκες που επικρατούσαν στην πανδημία, υπέβαλαν αιτήσεις ακόμα και για μειωμένη σύνταξη. Το ίδιο συνέβη και με άλλες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων, ιδίως ευπαθείς ομάδες που ανησυχούσαν για τη διασπορά του κορωνοϊού.

Τέλος, αρκετοί είναι και οι ασφαλισμένοι που ενώ είχαν θεμελιώσει δικαίωμα δίσταζαν να υποβάλουν αίτηση, θεωρώντας ότι η αναμονή χωρίς εισόδημα είναι μεγάλη λόγω των εκκρεμών συντάξεων. Πλέον, με το υπουργείο Εργασίας και τον ΕΦΚΑ να διαβεβαιώνουν σε όλους τους τόνους ότι οι συντάξεις, έστω και με επιφύλαξη, θα δοθούν εντός τριών μηνών, οι δισταγμοί τους κάμπτονται. Οι ειδικοί, δε, εκτιμούν ότι και το 2023, για τους ίδιους λίγο – πολύ λόγους, το κύμα των αιτήσεων θα συνεχισθεί με τον ίδιο ρυθμό.

Ρούλα Σαλούρου (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)