Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και από το 2023 είναι σχεδιάστρια μουσειακών εκθέσεων στο Βρετανικό Μουσείο. Η μεγάλη έκθεση για τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του Μιχαήλ Αγγελου, που εγκαινιάστηκε τη Μεγάλη Πέμπτη στο Λονδίνο, είναι η νέα φιλόδοξη παραγωγή της 37χρονης Θεοδώρας Πυρογιάννη, η οποία ξεδιπλώνει στην «Καθημερινή» τη δημιουργική διαδρομή της, που την έφερε σε ένα από τα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου.

Το 1534 ο Μιχαήλ Αγγελος έφυγε από την πόλη του, τη Φλωρεντία, για τη Ρώµη. Η αφορµή ήταν µια παραγγελία του Πάπα Κλήµη Ζ΄ να φιλοτεχνήσει µια τοιχογραφία της ∆ευτέρας Παρουσίας στην Καπέλα Σιστίνα. Εκείνη τη χρονιά ο µεγάλος δάσκαλος της Αναγέννησης ήταν ήδη 59 χρόνων, µια ηλικία ιδιαίτερα προχωρηµένη για τα δηµογραφικά δεδοµένα της εποχής. Κανείς σύγχρονός του δεν µπορούσε να προβλέψει ότι ο «γηραιός» αλλά και ο πλέον διάσηµος καλλιτέχνης στη χριστιανική Ευρώπη του 16ου αιώνα θα ζούσε άλλα τριάντα (και µάλιστα ιδιαίτερα παραγωγικά) χρόνια.

Σε αυτήν ακριβώς την περίοδο εστιάζει και εµβαθύνει η µεγάλη έκθεση του Βρετανικού Μουσείου «Μιχαήλ Αγγελος: οι τελευταίες δεκαετίες» που εγκαινιάστηκε τη Μεγάλη Πέµπτη στο Λονδίνο και θα διαρκέσει µέχρι τις 28 Ιουλίου. Μέσα από 50 πρωτότυπα έργα τέχνης σε χαρτί, όπως προπαρασκευαστικά σχέδια και σκίτσα, ο βασικός στόχος των επιµελητών (της Σάρα Βόουλς και του Γκραντ Λιούις) ήταν και φιλόδοξος και σύνθετος: αφενός να µας βοηθήσει να αποµακρύνουµε την προσοχή µας από τα νεανικά χρόνια του Μιχαήλ Αγγελου µε τα οποία έχουµε ταυτίσει τις πιο διάσηµες δηµιουργίες του (Πιετά, ∆αυίδ, κ.ά.) και την ίδια στιγµή να φωτίσει ένα πιο πνευµατικό µονοπάτι προς την προσωπική του ωριµότητα που δεν φείδεται καλλιτεχνικής έντασης (από τη ∆ευτέρα Παρουσία µέχρι τον τρούλο του Αγίου Πέτρου) αλλά συνοδεύεται από έντονες εσωτερικές διεργασίες µεγάλου ψυχικού βάθους.

∆είτε, για παράδειγµα, µια σειρά σχεδίων για τη Σταύρωση που φιλοτεχνήθηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του. Επί της ουσίας παρακολουθούµε έναν ηλικιωµένο καλλιτέχνη να στρέφεται στην πράξη του σχεδίου ως µέσο πνευµατικού διαλογισµού για να εξερευνήσει τα θέµατα της θνητότητας, της θυσίας, της πίστης. Ταυτόχρονα µια ποικιλία ποιηµάτων και ζωηρών επιστολών προς τον νεαρό ανιψιό του ή τον ευγενή και κατά 34 χρόνια νεότερό του Τοµάσο ντε Καβαλιέρι, µεγάλο έρωτα της ωριµότητάς του, αλλά και την ποιήτρια και πνευµατική του συνοδοιπόρο Βιτόρια Κολόνα, πιστοποιούν ένα έντονο και ανεξάντλητο συναισθηµατικό σύµπαν.

Σε αυτήν τη µεγάλη διαδροµή που κρύβει πίσω της τέσσερα ολόκληρα χρόνια προετοιµασίας, µια νέα Ελληνίδα, η 37χρονη απόφοιτος αρχιτεκτονικής του Πανεπιστηµίου Θεσσαλίας και της Architectural Association του Λονδίνου Θεοδώρα Πυρογιάννη είχε κοµβικό ρόλο ως υπεύθυνη σχεδιασµού αυτής της ιδιαίτερα απαιτητικής παραγωγής, που ήδη εκθειάζεται από τον βρετανικό Τύπο (και για το στήσιµό της). Εχοντας κάνει τα πρώτα της επαγγελµατικά βήµατα σε σηµαντικά διεθνή στούντιο σχεδιασµού µέσα από φιλόδοξα πρότζεκτ, η κ. Πυρογιάννη ανέλαβε το 2023 τον µόνιµο ρόλο σχεδιάστριας των περιοδικών εκθέσεων του Βρετανικού Μουσείου, όπου έχει ήδη ολοκληρώσει τέσσερις παραγωγές.

Προκλήσεις της παραγωγής

Λίγες ηµέρες µετά τα εγκαίνια της 2ας Μαΐου τη ρωτάω για τις προκλήσεις της µεγάλης αυτής παραγωγής. «Ως σχεδιάστρια της έκθεσης, έπρεπε να αναθεωρήσω τους τυπικούς τρόπους παρουσίασης “έργων τέχνης σε χαρτί” και να καταλήξω σε µια στρατηγική προβολής για τις κορνίζες που να παρέχει ποικιλία, ιεραρχία και νόηµα, εισάγοντας διαφορετικούς τρόπους εµφάνισης για κάθε µία. Για παράδειγµα, µικρότερα έργα που αποτελούν δείγµα της ικανότητας του καλλιτέχνη να αναπαριστά την ανθρώπινη µορφή και ανατοµία τοποθετούνται σε µικρή απόσταση, ώστε να ενισχυθεί η σύγκριση µεταξύ τους. Ενώ σχέδια διπλής όψης σε ένα φύλλο, που παράγονται από τον καλλιτέχνη βιαστικά και επικοινωνούν τη δηµιουργική διαδικασία της γρήγορης σκιτσογράφησης, εµφανίζονται µέσα από κορνίζες διπλής όψης, οι οποίες επιτρέπουν στους επισκέπτες να διαδραµατίσουν έναν πιο ενεργό ρόλο µέσω της µετακίνησής τους εντός του εκθεσιακού χώρου», λέει η κ. Πυρογιάννη.

Η αίσθηση της κλίµακας ήταν επίσης ένα βασικό στοιχείο στον σχεδιασµό της έκθεσης, όπως και η συναισθηµατική ταύτιση των επισκεπτών µε τον άνθρωπο Μιχαήλ Αγγελο στη δύση της ζωής του. «Θεώρησα ότι ήταν βασικό να εισαγάγω µια αίσθηση κλίµακας και µορφής που τοποθετεί τα έργα στο πλαίσιο της µεγάλης κλίµακας και εµβέλειας του αρχιτεκτονικού και ζωγραφικού έργου του Μιχαήλ Αγγελου που τον απασχολούσε αυτές τις τρεις δεκαετίες στη Ρώµη, όπως το fresco της ∆ευτέρας Παρουσίας στο παρεκκλήσι της Καπέλα Σιστίνα και η Βασιλική του Αγίου Πέτρου. Μέσα από προβολές µεγάλης κλίµακας, γραφικά και αρχιτεκτονικά σκηνικά επιδιώξαµε να αναδείξουµε το χρώµα, την κλίµακα και τον τρισδιάστατο χαρακτήρα που διαφορετικά θα µπορούσαν να βιώσουν οι επισκέπτες µόνο µε τη φυσική τους παρουσία στην Καπέλα Σιστίνα ή στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου.

Ηθελα, επίσης, να βοηθήσω τους επισκέπτες µας να ταυτιστούν συναισθηµατικά µε τον Μιχαήλ Aγγελο και να τον αντιληφθούν ως τον θνητό άνθρωπο που ήταν, ο οποίος, όσο γερνάει, εκφράζει τις ενδόµυχες σκέψεις και τις ανησυχίες του για τη ζωή, τον θάνατο, και το νόηµά τους µέσω των επιστολών του προς την οικογένεια και τους φίλους του. Αυτό εµφανίζεται σε γραφικές και οπτικοακουστικές αναπαραστάσεις της γραφής και της φωνής του στον χώρο της έκθεσης. Η οπτική αναπαράσταση και το περιεχόµενο αυτών των σκέψεων µε τις οποίες έρχεται αντιµέτωπος ο Μιχαήλ Αγγελος σχηµατίζουν το νήµα της εµπειρίας του επισκέπτη που διατρέχει όλες τις ενότητες και παρέχει ένα γραµµικό αλλά αφηρηµένο χρονοδιάγραµµα».

∆ηµιουργώντας το αφήγηµα

Μιλώντας µε την κ. Πυρογιάννη προσπαθώ να καταλάβω τον τρόπο που δουλεύει, που «οργανώνει» τη σκέψη, τη φαντασία της, τις διαδροµές της έκθεσης. «Προσπαθώ πάντα να αντλώ έµπνευση από τα έργα που εκτίθενται, αλλά ακόµη περισσότερο από τον τρόπο που οι επιµελητές µιλούν για το κεντρικό αφήγηµα και τα έργα ή τον χαρακτήρα και τα γεγονότα της ζωής του καλλιτέχνη. Μερικές φορές οι πιο ενδιαφέρουσες λεπτοµέρειες δεν αποτυπώνονται σε µια γραπτή σύνοψη, εποµένως ως σχεδιάστρια εκθέσεων πρέπει να αφουγκράζοµαι προσεκτικά τους επιµελητές στις συναντήσεις µας. Μου είναι σηµαντικό να εντάξω στον σχεδιασµό όλες τις λεπτοµέρειες που µόνο ένας ειδικός θα γνώριζε και να τις κοινοποιήσω στους επισκέπτες µέσω του σχεδιασµού της έκθεσης. Μερικές φορές αυτό µεταφράζεται σε µια πολύ κυριολεκτική και συγκεκριµένη σχεδιαστική λύση και άλλες φορές σε µια πιο αφηρηµένη εµπειρία», µας λέει και ως παράδειγµα αναφέρει το πάθος µε το οποίο οι επιµελητές µιλούσαν για τα σχέδια του αναγεννησιακού ζωγράφου για τη Σταύρωση του Ιησού, τα οποία παρήγαγε κοντά στο τέλος της ζωής του.

«Τα λόγια τους µε γοήτευσαν και έµειναν στη σκέψη µου, έτσι, ενστικτωδώς ήξερα ότι αυτή η ενότητα θα ήταν µια ξεχωριστή στιγµή στο ταξίδι του κοινού, σηµαντική για να φτάσει κανείς ένα βήµα πιο κοντά στην κατανόηση του ανθρώπου πίσω από τον µύθο. Ετσι, τοποθέτησα τα έργα αυτά σε έναν πιο σκοτεινό και ήσυχο κυκλικό χώρο που οι επισκέπτες φτάνουν στο τέλος της διαδροµής τους. Αν και τελευταίος στη διαδροµή, ο χώρος αυτός βρίσκεται στο κέντρο της έκθεσης και οι επισκέπτες µπορούν να δουν εντός του µέσα από στενά κάθετα ανοίγµατα στους τοίχους, ως σύντοµες µατιές στον απόκρυφο, εσωτερικό κόσµο του καλλιτέχνη. Μόνο όταν οι επισκέπτες καταλήξουν εντός του χώρου µπορούν να εκτιµήσουν την ένταση και το νόηµα αυτών των έργων στο πλήρες εύρος τους». ∆εν είναι τυχαίο που η κριτικός τέχνης του «Observer» ξεκινούσε το διθυραµβικό της σχόλιο ακριβώς από αυτό το σκηνογραφικό εύρηµα της Ελληνίδας σχεδιάστριας.

Δημήτρης Ρηγόπουλος, Καθημερινή