Με την υπ’ αριθμόν 46/2018 απόφασή του ο Άρειος Πάγος (Τμήμα Ε’ Ποινικό) έκανε δεκτή αίτηση αναίρεσης κατά καταδικαστικής απόφασης Εφετείου, για το αδίκημα της αντίστασης, η οποία προέκυψε από βιαιοπραγία κατά αστυνομικών που εκτελούσαν διατεταγμένη υπηρεσία (διενέργεια ελέγχου) στον χώρο καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος (καφετέρια).

Η απόφαση αναιρέθηκε λόγω έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς δεν αναφέρονται: α) αν η πράξη του κατηγορουμένου κατέτεινε σε παράλειψη νόμιμης ενέργειας των υπαλλήλων της αστυνομικής αρχής, ανήκουσας στον κύκλο των αρμοδιοτήτων τους, και συνέτρεχαν οι ουσιώδεις τύποι που τάσσονται γι’ αυτήν,

β) το είδος και το αντικείμενο του συγκεκριμένου ελέγχου, ώστε να διακριβωθεί αν οι αστυνομικοί είχαν καθ’ ύλη αρμοδιότητα προς τούτο, αφού δεν αρκεί η αόριστη αναφορά ότι εκτελούσαν διατεταγμένη υπηρεσία ή νόμιμο έλεγχο.

Στην προκείμενη περίπτωση, ο Άρειος Πάγος ασχολήθηκε με απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λάρισας, σύμφωνα με την οποία, «με την προσβαλλόμενη υπ’ αρ. 1286/2017 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και μνημονεύει κατ’ είδος, ότι αποδείχθηκαν ότι ο κατηγορούμενος βιαιοπράγησε κατά υπαλλήλου ενώ διαρκούσε η νόμιμη ενέργειά του. Συγκεκριμένα, από κοινού με δύο ακόμη άτομα επιτέθηκε και βιαιοπράγησε εναντίον των αστυνομικών του Αστυνομικού Τμήματος και ειδικότερα τους έσπρωξε βίαια κατά τον χρόνο που οι ανωτέρω αστυνομικοί που εκτελούσαν διατεταγμένη υπηρεσία ήταν στον χώρο του καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος (καφετέρια). Με μεγάλη σαφήνεια οι ανωτέρω αστυνομικοί κατέθεσαν ότι στο πρόσωπο του κατηγορουμένου αναγνώρισαν αυτόν που από κοινού με τους δυο προαναφερόμενους δράστες τους έσπρωξε βίαια προκειμένου να τους βγάλει έξω από τον χώρο του καταστήματος, προκειμένου να μη διενεργήσουν νόμιμο έλεγχο. Πρέπει, λοιπόν, ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη της αντίστασης από κοινού».

Ακολούθως το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο ότι «στην … την 16-7-2010 και ώρα 02.15, από κοινού με περισσότερους δράστες, βιαιοπράγησε κατά υπαλλήλου ενώ διαρκούσε η νόμιμη ενέργειά του. Με τις παραδοχές όμως αυτές, το Δικαστήριο δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον σε αυτήν δεν αναφέρονται τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος. Η έλλειψη αυτή δεν μπορεί να αναπληρωθεί από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον ούτε σε αυτό περιέχονται τα συγκροτούντα την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Ειδικότερα δεν αναφέρονται: α) αν η πράξη του κατηγορουμένου κατέτεινε σε παράλειψη νόμιμης ενέργειας των υπαλλήλων της αστυνομικής αρχής, ανήκουσας στον κύκλο των αρμοδιοτήτων τους, και συνέτρεχαν οι ουσιώδεις τύποι που τάσσονται γι’ αυτήν, β) το είδος και το αντικείμενο του συγκεκριμένου ελέγχου, ώστε να διακριβωθεί αν οι αστυνομικοί του … είχαν καθ’ ύλη αρμοδιότητα προς τούτο, αφού δεν αρκεί η αόριστη αναφορά ότι εκτελούσαν διατεταγμένη υπηρεσία ή νόμιμο έλεγχο. Με τις ως άνω δε ελλιπείς αιτιολογίες κατέστη ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της οικείας διάταξης του άρθρου 167 ΠΚ. Κατόπιν τούτων, κατά παραδοχή των βάσιμων, από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχεία Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, σχετικών λόγων της υπό κρίση αίτησης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (519 ΚΠΔ)»

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑ