Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη και τη διατηρήσιμη επιστροφή του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές, διαμηνύει η Τράπεζα της Ελλάδος στην ενδιάμεση έκθεσή της για τη για τη Νομισματική Πολιτική, ενώ χτυπά «καμπανάκι» για την αυξημένη φορολογική επιβάρυνση και την περικοπή των επενδυτικών δαπανών, ζητώντας αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η οικονομική δραστηριότητα εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 2,1% το 2018, 2,3% το 2019 και 2,2% το 2020.
Όπως σημειώνεται στην έκθεση της ΤτΕ, η ολοκλήρωση του προγράμματος αποτελεί ένα σημαντικό ορόσημο, με θετικές επιδράσεις στο οικονομικό κλίμα και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, η ΤτΕ προειδοποιεί εκ νέου πως η διατηρήσιμη επιστροφή του ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κρατικών ομολόγων θα είναι η ασφαλέστερη ένδειξη ότι η οικονομία έχει υπερβεί την κρίση.
Όπως τονίζει η ΤτΕ, στο διάστημα που μεσολάβησε από την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής, η ελληνική οικονομία συνέχισε να ανακάμπτει. Όμως, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων εξακολουθούν να βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα, λόγω αναταράξεων στις διεθνείς αγορές, ιδιαίτερα στην Iταλία, αλλά και λόγω της ανησυχίας σχετικά με το ενδεχόμενο ανατροπής μεταρρυθμίσεων που είχαν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του προγράμματος. Ως αποτέλεσμα, οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν υψηλό κόστος δανεισμού, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ελληνική οικονομία δεν έχει ακόμη επιστρέψει στην κανονικότητα.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που στηρίζουν τη δυνητική ανάπτυξη αποτελεί προϋπόθεση για να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών και να καταστεί δυνατή η επιστροφή του ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους. Παράλληλα, θα πρέπει να διαφυλαχθούν τα έως τώρα επιτεύγματα των μεταρρυθμίσεων, να αποφευχθεί η ανατροπή συμφωνημένων πολιτικών, η οποία δημιουργεί πρόσθετους κινδύνους για την οικονομία ενώ παράλληλα υπονομεύει την αξιοπιστία της ασκούμενης πολιτικής, και, τέλος, να αντιμετωπιστούν δικαστικές αποφάσεις που ανατρέπουν ψηφισμένα από τη Βουλή μέτρα και θέτουν σε κίνδυνο τους δημοσιονομικούς στόχους μεσοπρόθεσμα, αλλά και τη βιωσιμότητα του χρέους.
Η δυναμική άνοδος των εξαγωγών και η ανάκαμψη της κατανάλωσης κινητήριος μοχλός της οικονομίας
Η ΤτΕ παρατηρεί ότι σε συνέχεια της ανάκαμψης του 2017, η οικονομική δραστηριότητα στη διάρκεια του εννεαμήνου του 2018 επιταχύνθηκε, με το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές να καταγράφει άνοδο κατά 2,1% έναντι της ίδιας περιόδου του 2017. Βασικοί πυλώνες της μεγέθυνσης της οικονομίας το εννεάμηνο του έτους ήταν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και η ιδιωτική κατανάλωση.
Σύμφωνα με τους έως τώρα διαθέσιμους δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, τόσο από την πλευρά της προσφοράς όσο και από την πλευρά της ζήτησης, εκτιμάται από την ΤτΕ ότι η ανάκαμψη συνεχίστηκε και το δ’ τρίμηνο του έτους, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ενδείξεις αύξησης της αβεβαιότητας που προέρχεται κυρίως από το εξωτερικό περιβάλλον, όπως καταγράφονται στην εξέλιξη του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος τους τελευταίους μήνες, αλλά και στην επιβράδυνση της ανόδου της βιομηχανικής παραγωγής σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Ο πληθωρισμός, όπως αποτυπώνεται στον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή, επέστρεψε σε θετικό έδαφος το 2017, αλλά στη διάρκεια του 2018 κινήθηκε ηπιότερα, λόγω των επιδράσεων βάσης στα ενεργειακά αγαθά και στα επεξεργασμένα είδη διατροφής. Οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου επέδρασαν κατά την ΤτΕ αυξητικά, ενώ οι τιμές των μη ενεργειακών αγαθών συνεχίζουν να καταγράφουν αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής.
Θετικές εξελίξεις στα δημόσια οικονομικά - Παραμένει η μεγάλη έμφαση στη φορολογία
Η ΤτΕ αποτιμά θετικά τις εξελίξεις στον δημοσιονομικό τομέα. Το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης το 2017, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τον ορισμό του προγράμματος, διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα 4,1% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας σημαντικά το στόχο για πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ, για τρίτο συνεχές έτος. Η υπέρβαση του δημοσιονομικού στόχου που παρατηρείται τα τελευταία έτη συμβάλλει κατά την ΤτΕ στη συγκράτηση του δημόσιου χρέους και ενισχύει την εμπιστοσύνη των αγορών, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής διαχείρισης αλλά και την αποφασιστικότητα των ελληνικών αρχών να επιτύχουν τους καθορισμένους δημοσιονομικούς στόχους.
Ωστόσο, όπως προειδοποιεί η ΤτΕ, η δημοσιονομική υπεραπόδοση επιφέρει αρνητική επίδραση στην πραγματική οικονομία, καθώς βασίζεται στην αυξημένη φορολογική επιβάρυνση και στην περικοπή των επενδυτικών δαπανών, με αποτέλεσμα την αποθάρρυνση των επενδύσεων, την αποδυνάμωση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ, αλλά και την αύξηση της παραοικονομίας.
Μικτές τάσεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα
Η ΤτΕ παρατηρεί ότι οι βελτιωμένες προοπτικές για την οικονομία ενίσχυσαν το οικονομικό κλίμα, συμβάλλοντας στην αύξηση των καταθέσεων του μη χρηματοπιστωτικού ιδιωτικού τομέα, και βελτίωσαν την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδος, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της εξάρτησης των τραπεζών από το μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα της Τράπεζας της Ελλάδος. Η ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών και η βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης επέτρεψαν την άρση των περισσότερων περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Ωστόσο, όπως σημειώνει η ΤτΕ, παρά τις θετικές αυτές εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών παραμένει εξαιρετικά υψηλό. Η ετήσια μεταβολή της τραπεζικής χρηματοδότησης προς το μη χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό τομέα παραμένει αρνητική και το μέσο επιτόκιο των τραπεζικών χορηγήσεων προς τον τομέα αυτό αυξήθηκε ελαφρά τους τέσσερις τελευταίους μήνες. Επιπλέον, οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, κυρίως λόγω αναταράξεων στις διεθνείς αγορές και της ανησυχίας σχετικά με το ενδεχόμενο ανατροπής νομοθετημένων μέτρων πολιτικής και μεταρρυθμίσεων που είχαν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του προγράμματος. Τα παραπάνω συνεπάγονται ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν υψηλό κόστος δανεισμού.
Επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η οικονομική δραστηριότητα εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 2,1% το 2018, 2,3% το 2019 και 2,2% το 2020. Η εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι θα στηριχθεί στις επιχειρηματικές επενδύσεις, στις εξαγωγές, αλλά και στην άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Η ιδιωτική κατανάλωση εκτιμάται ότι θα έχει θετική συμβολή στην οικονομική δραστηριότητα, στηριζόμενη στην αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, η οποία θα τροφοδοτηθεί από τη σταδιακή άνοδο των αμοιβών ανά απασχολούμενο καθώς και από τη συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης. Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν, ιδιαίτερα από το 2019 και έπειτα, σε συνάρτηση με την ενίσχυση της εμπιστοσύνης και τη σταδιακή αποκατάσταση της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα. Οι εξαγωγές αγαθών, υποβοηθούμενες από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται με υψηλούς, αν και επιβραδυνόμενους, ρυθμούς τα επόμενα δύο χρόνια, εξαιτίας της επιβράδυνσης της παγκόσμιας ανάπτυξης λόγω του εντεινόμενου εμπορικού προστατευτισμού και της αύξησης των επιτοκίων στις διεθνείς αγορές. Άνοδο αναμένεται ότι θα σημειώσουν και οι εισαγωγές. Η απασχόληση αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται, στηριζόμενη κυρίως στη θετική πορεία επιμέρους τομέων της οικονομικής δραστηριότητας όπως ο τουρισμός, το εμπόριο και η μεταποίηση, συμβάλλοντας στην περαιτέρω υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας.
Ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή εκτιμάται ότι θα σημειώσει διακυμάνσεις, επηρεαζόμενος από εξωγενείς παράγοντες όπως οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου. Ο πυρήνας του πληθωρισμού αναμένεται ότι θα ακολουθήσει ανοδική πορεία, κυρίως λόγω της ενίσχυσης της εγχώριας ζήτησης, αλλά και της ήπιας αύξησης του μοναδιαίου κόστους εργασίας.
Κίνδυνοι και αβεβαιότητες
Οι εκτιμήσεις της ΤτΕ για τις προοπτικές της οικονομίας περιλαμβάνουν και σημαντικούς κινδύνους και αβεβαιότητες. Σε ό,τι αφορά το εγχώριο περιβάλλον, η υπερβολική φορολόγηση και τυχόν ανάκληση ή καθυστερήσεις στην υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Σε ό,τι αφορά το εξωτερικό περιβάλλον, κίνδυνοι μπορεί να προκύψουν από ενδεχόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας στο πλαίσιο της αύξησης του εμπορικού προστατευτισμού και αναταράξεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ιδιαίτερα στην Ιταλία, και στις αγορές συναλλάγματος διεθνώς, καθώς και από μια αποτυχία έγκρισης από το βρετανικό κοινοβούλιο της συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ.
Όσον αφορά το δημοσιονομικό πεδίο, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η μη εφαρμογή των θεσμοθετημένων περικοπών στις συντάξεις το 2019, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγούν σε προς τα άνω αναθεώρηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, και αποτελούν το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα.
Συρρίκνωση της κερδοφορίας των τραπεζών
Όπως τονίζει στην έκθεσή της η ΤτΕ, η κερδοφορία των τραπεζών πριν από φόρους παρέμεινε αδύναμη και σημαντικά χαμηλότερη από ό,τι την αντίστοιχη περίοδο του 2017, ενώ, μετά από φόρους και μη επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες, το εννεάμηνο του 2018 καταγράφονται ζημίες μεγαλύτερες από ό,τι την αντίστοιχη περίοδο του 2017.
Το τραπεζικό σύστημα έχει ικανοποιητική κεφαλαιακή επάρκεια
Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση παραμένουν σε ικανοποιητικό επίπεδο (15,6% και 16,2% αντίστοιχα στο τέλος Σεπτεμβρίου 2018). Στο πλαίσιο της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που διενεργήθηκε στις αρχές του έτους, δεν εντοπίστηκε κεφαλαιακό έλλειμμα στις τέσσερις σημαντικές ελληνικές τράπεζες. Τα αποτελέσματα ανά τράπεζα συνεκτιμώνται από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό μέσω της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης, στο πλαίσιο των απαιτήσεων του Πυλώνα ΙΙ. Σκοπός της άσκησης ήταν να αξιολογηθεί η ανθεκτικότητα των τραπεζών σε οικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές για την τριετία 2018-2020, με σημείο αναφοράς τα μεγέθη της 31ης Δεκεμβρίου 2017, αναμορφωμένα για την επίπτωση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (ΔΠΧΠ 9).
Το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) των τραπεζών υποχωρεί σταδιακά – χρειάζονται όμως πιο φιλόδοξες λύσεις για την ταχύτερη αποκλιμάκωσή του
Η ΤτΕ παρατηρεί ότι οι τράπεζες σημείωσαν αξιόλογη πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ) ανήλθαν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2018 σε 84,7 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 9,7 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2017 και κατά περίπου 22,5 δισεκ. ευρώ (δηλ. περισσότερο από 20%) έναντι του Μαρτίου 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΑ. Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΑ κατά τη διάρκεια του 2018 οφείλεται κυρίως σε διαγραφές (4,4 δισεκ. ευρώ) και πωλήσεις (5,2 δισεκ. ευρώ) μη εξυπηρετούμενων δανείων. Βελτίωση εμφανίζουν και οι εισπράξεις από ρευστοποιήσεις, καθώς οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί παράγουν τα πρώτα αποτελέσματα. Ωστόσο, το συνολικό ποσό που ανακτήθηκε από τις τράπεζες με αυτόν τον τρόπο παραμένει χαμηλό. Συνολικά, παρά τις βελτιώσεις στο οικονομικό και θεσμικό περιβάλλον, οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης των ΜΕΑ παραμένουν περιορισμένες. Επιπροσθέτως, οι νέες ροές μη εξυπηρετούμενων δανείων που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του εννεαμήνου εξακολουθούν να υπερβαίνουν τις πιστώσεις που επιστρέφουν σε τακτική εξυπηρέτηση.
Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει η ΤτΕ, συνολικά, και με βάση τις τάσεις που παρατηρούνται τα τελευταία δύο τουλάχιστον χρόνια, ο ρυθμός μείωσης των ΜΕΑ, αν και εμφανίζεται βελτιωμένος, δεν είναι ικανός ώστε να επιτευχθεί σύντομα μία σημαντική αποκλιμάκωση του υπολοίπου τους. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη υποβάλει αναθεωρημένους επιχειρησιακούς στόχους για τα ΜΕΑ, οι οποίοι καλύπτουν το διάστημα μέχρι το 2021. Κατά την προσεχή περίοδο, αυξημένη συμβολή στη μείωση των ΜΕΑ αναμένεται να έχουν οι πωλήσεις δανείων, οι εισπράξεις δανείων, η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων και οι επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων, ούτως ώστε το ποσοστό των ΜΕΑ στο σύνολο των ανοιγμάτων να υποχωρήσει σε περίπου 20% ή χαμηλότερα μέχρι το 2021. Στη βάση αυτή θα πρέπει να εξεταστούν και άλλες λύσεις που θα διευκόλυναν τη μεταφορά των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από τους ισολογισμούς των τραπεζών σε άλλες οντότητες, για παράδειγμα σε μια κεντρική εταιρία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, χωρίς να δημιουργηθούν πρόσθετοι δημοσιονομικοί κίνδυνοι και αφού έχουν ληφθεί υπόψη οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στην κεφαλαιακή βάση των τραπεζών. Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος, στην πρόσφατη Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, παρουσίασε την πρότασή της για τη δημιουργία Εταιρίας Ειδικού Σκοπού (Special Purpose Vehicle) που θα απορροφήσει μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους 40 δισεκ. ευρώ περίπου, με την παράλληλη χρήση αναβαλλόμενου φόρου ύψους 7,5 δισεκ. ευρώ.
Η οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις
Η ΤτΕ σημειώνει στην έκθεσή της ότι παρατηρείται αξιόλογη πρόοδος της ελληνικής οικονομίας από το 2010 και μετά. Ειδικότερα επισημαίνονται η πρωτοφανής δημοσιονομική προσαρμογή και η επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και ο περιορισμός του εξωτερικού ελλείμματος, οι εκτεταμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και η αναδιάταξη, ενοποίηση και ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος και γενικότερα η διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ωστόσο, η χώρα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, κάποιες από τις οποίες αποτελούν κληροδοτήματα της μακρόχρονης οικονομικής κρίσης.
Οι κυριότερες προκλήσεις κατά την ΤτΕ είναι το υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, του οποίου η βιωσιμότητα έχει διασφαλιστεί μεσοπρόθεσμα, το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, το μεγάλο ποσοστό ανεργίας, η μετανάστευση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης, το μεγάλο επενδυτικό κενό και το σχετικά υψηλό ποσοστό φτώχειας στον πληθυσμό. Η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλή σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και έχει μάλιστα υποχωρήσει τα τελευταία δύο χρόνια.
Μακροπρόθεσμα, η προβλεπόμενη μείωση του πληθυσμού (λόγω της δημογραφικής γήρανσης) αναμένεται να ασκήσει καθοδική πίεση στη δυνητική ανάπτυξη. Επίσης, η υπόθεση της διατήρησης μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο συνιστά κίνδυνο στην ανάλυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι κάτι τέτοιο θα επιβραδύνει την ανάπτυξη. Η περιοριστική επίδραση των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων θα είναι σημαντικά εντονότερη αν συνοδεύεται από υψηλή φορολογία.
Η σημαντικότερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία στο άμεσο μέλλον σύμφωνα με την ΤτΕ είναι η επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις χρηματοπιστωτικές αγορές με βιώσιμους όρους. Όπως σημειώνει η ΤτΕ, παρά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής τον περασμένο Αύγουστο και τα μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους που αποφάσισε το Εurogroup τον Ιούνιο του 2018, τα οποία εκτιμάται ότι διασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του μεσοπρόθεσμα, τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου δεν έχουν ακόμη αποκτήσει καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας και οι αποδόσεις τους παραμένουν υψηλές και ευμετάβλητες, επηρεαζόμενες σημαντικά από τις αναταράξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και την αβεβαιότητα όσον αφορά τη διατήρηση της μεταρρυθμιστικής κατεύθυνσης της οικονομικής πολιτικής.
Προτάσεις πολιτικής για την ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής
Η ΤτΕ προειδοποιεί πως οι παραπάνω προκλήσεις θα πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα, προκειμένου να επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας και να αυξηθεί η ανθεκτικότητά της σε εξωτερικούς κινδύνους. Προς το σκοπό αυτό, προτείνονται από την ΤτΕ οι ακόλουθες παρεμβάσεις πολιτικής:
    Μείωση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
    Αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής.
    Υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
    Επιτάχυνση της υλοποίησης των ιδιωτικοποιήσεων.
    Προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων.
    Η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης.
    Ενδυνάμωση του τριγώνου της γνώσης (εκπαίδευση, έρευνα, καινοτομία).
    Ενίσχυση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.
    Διατήρηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας.
    Η υπό διαβούλευση πρόταση για αύξηση των κατώτατων μισθών πρέπει να συμβαδίζει με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.

naftemporiki.gr