Άνοδο κατά 4,7 δισ. ευρώ (ή κατά 4,3% σε σύγκριση με το τέλος του 2018) σημείωσαν οι καταθέσεις των νοικοκυριών κατά το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου, ενώ ο ετήσιος ρυθμός αύξησής τους διατηρήθηκε περίπου σταθερός γύρω από το 6%. Σύμφωνα με την Ενδιάμεση Έκθεση για το 2019 της Τραπέζης της Ελλάδος, η ανοδική πορεία των καταθέσεων των νοικοκυριών, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 70% του συνόλου των καταθέσεων του τραπεζικού συστήματος, υποβοηθήθηκε από τη συνεχιζόμενη ενίσχυση της απασχόλησης και του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματός τους. Πραγματοποιήθηκε μάλιστα παρά την περαιτέρω συρρίκνωση των τραπεζικών δανείων προς τα νοικοκυριά.
Ειδικότερα, οι καταθέσεις μίας ημέρας των νοικοκυριών (δηλ. οι καταθέσεις απλού ταμιευτηρίου, οι καταθέσεις όψεως και οι τρεχούμενοι λογαριασμοί) αυξήθηκαν συνολικά την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2019 κατά 5,4 δισ. ευρώ ή 8,5% και ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής τους επιταχύνθηκε, φθάνοντας τον Οκτώβριο το 12,7%.
Οι καταθέσεις προθεσμίας των νοικοκυριών, αν και ακόμη προσφέρουν ικανοποιητικές αποδόσεις σε σύγκριση με το μέσο όρο των αντίστοιχων αποδόσεων της ζώνης του ευρώ, υποχώρησαν κατά 737 εκατ. ευρώ την εξεταζόμενη περίοδο (ή κατά 1,5%). Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των καταθέσεων προθεσμίας των νοικοκυριών επιβραδύνεται σταδιακά από το δεύτερο εξάμηνο του 2018 και εξής, ενώ από το Σεπτέμβριο του 2019 έγινε αρνητικός.
Στην υποχώρηση των καταθέσεων προθεσμίας συνέβαλε την περίοδο αυτή και η περαιτέρω συρρίκνωση της διαφοράς επιτοκίου των καταθέσεων προθεσμίας σε σύγκριση με εκείνο των καταθέσεων μίας ημέρας. Συγκεκριμένα, η διαφορά αυτή, αφού διατηρήθηκε περίπου σταθερή μεταξύ Νοεμβρίου 2017 και Απριλίου 2019 στις 50 μονάδες βάσης, στη συνέχεια υποχώρησε στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο των 40 περίπου μονάδων βάσης.
Στην ΄Εκθεση της Τ.τ.Ε. σημειώνεται ότι οι καταθέσεις των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, που αντιπροσωπεύουν το 14% του συνόλου, σημείωσαν κατά την υπό εξέταση περίοδο μικρή μείωση κατά 167 εκατ. ευρώ (ή κατά 0,8% σε σύγκριση με το τέλος του 2018) και ο ετήσιος ρυθμός ανόδου τους υποχώρησε σταδιακά στη διάρκεια του έτους και διαμορφώθηκε σε 3,7% τον Οκτώβριο του 2019, έχοντας μετριαστεί σημαντικά σε σχέση με τα προηγούμενα έτη.
Σε αντίθεση με τον τομέα των νοικοκυριών, η θετική καθαρή ροή τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις την υπό εξέταση περίοδο (622 εκατ. ευρώ) λειτούργησε υποστηρικτικά για τις καταθέσεις αυτές.
Για τις επιχειρηματικές καταθέσεις προθεσμίας, προστίθεται στην Έκθεση, περιορίστηκαν ελαφρά (-25 εκατ. ευρώ), ενώ ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής τους μεταστράφηκε από τις αρχές του έτους σε αρνητικό και διαμορφώθηκε τον Οκτώβριο σε -3,6%. Η υποχώρηση των επιχειρηματικών καταθέσεων το 2019 πιθανόν αντανακλά τη μείωση του καθαρού λειτουργικού πλεονάσματος των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων το πρώτο εξάμηνο του 2019 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι (-4,6%), λόγω της ισχυρής αύξησης του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας (8,7%), ή και τη σημαντική αύξηση των εισαγωγών διαρκών καταναλωτικών αγαθών και ενδιάμεσων αγαθών το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2019 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους.
Στην εξέλιξη των επιχειρηματικών καταθέσεων προθεσμίας συνέβαλε και η υποχώρηση του επιτοκίου αυτής της κατηγορίας καταθέσεων κατά 36 μονάδες βάσης μεταξύ Δεκεμβρίου 2018 και Οκτωβρίου 2019.
Η υποχώρηση αυτή είναι αποτέλεσμα των αυξημένων υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου για την αποπληρωμή χρεολυσίων στη διάρκεια του έτους, σε συνδυασμό με τη μείωση των συμφωνιών επαναγοράς (repos) με τους φορείς της γενικής κυβέρνησης και, σε μικρότερο βαθμό, του αποθέματος των εντόκων γραμματίων.
Ειδικότερα, οι καταθέσεις της κεντρικής κυβέρνησης στις εμπορικές τράπεζες υποχώρησαν την εξεταζόμενη περίοδο κατά 4,4 δισεκ. ευρώ, ενώ οι καταθέσεις των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ) και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), που μαζί με την κεντρική κυβέρνηση αποτελούν τον τομέα της γενικής κυβέρνησης, παρέμειναν σχεδόν σταθερές.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος,  οι προοπτικές εξέλιξης των τραπεζικών καταθέσεων εκτιμώνται γενικά ως θετικές, καθώς η συνεχής βελτίωση της εμπιστοσύνης όσον αφορά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος και η περαιτέρω άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας αναμένεται να εξακολουθήσουν να στηρίζουν τη ζήτηση τραπεζικών καταθέσεων το επόμενο διάστημα.